Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011



Σύμφωνα με τη θεοσοφιστική διδασκαλία, ο άνθρωπος κατά τη στιγμή του θανάτου εισέρχεται στο «αστρικό πεδίο», ή στα «αστρικά πεδία», αναλόγως με το εάν ο κόσμος αυτός εξετάζεται ως ολότητα ή ως προς τα ξεχωριστά του «στρώματα» και, όπως επίσης διδάσκει ο Σβέντενμποργκ δεν υπάρχει καμιά ξαφνική αλλαγή στην κατάστασή του και καμιά κρίση σχετικά με τη ζωή του, συνεχίζει να ζεί όπως και πρώτα, μόνον που βρίσκεται έξω από το σώμα του, και αρχίζει να «διέρχεται από όλα τα υπό-πεδία του αστρικού πεδίου, στην πορεία του προς τον κόσμο του παραδείσου». Κάθε υπό -πεδίο είναι όλο και περισσότερο εκλεπτυσμένο και «εσωτερικό» από το προηγούμενο, και η διαδοχική μετάβαση από το ένα στο άλλο, αντί να προκαλεί φόβο και αβεβαιότητα, όπως τα «τελώνια» του Χριστιανισμού, είναι πηγή απόλαυσης και χαράς: «η χαρά της ζωής στο αστρικό επίπεδο είναι τόσο έντονη που η ζωή στο φυσικό σώμα, συγκρινόμενη με αυτήν, μοιάζει να μην είναι καθόλου ζωή ...; Εννέα στους δέκα ανθρώπους δυσαρεστούνται ιδιαίτερα όταν επιστρέφουν στο σώμα τους.

Η θεοσοφία, το δημιούργημα της Ρωσίδας μέντιουμ Ελενας Μπλαβάτσκυ, ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα σε μία προσπάθεια να δοθεί μία συστηματική ερμηνεία των επαφών που είχαν τα μέντιουμ με τους «νεκρούς», οι οποίες  συνέχιζαν να πολλαπλασιάζονται στο δυτικό κόσμο από την εποχή της μεγάλης έκρηξης των πνευματιστικών φαινομένων στην Αμερική το 1848.

Προκειμένου να δώσουμε την απάντηση του Ορθόδοξου Χριστιανισμού σε αυτήν τη διδασκαλία πρέπει να εξετάσουμε πιο προσεκτικά τις συγκεκριμένες εμπειρίες  που βιώνει ο άνθρωπος στο «αστρικό πεδίο». Πού θα ψάξουμε όμως γι' αυτές; Οι επικοινωνίες των μέντιουμ με τα πνεύματα είναι διαβοήτως αναξιόπιστες και ομιχλώδεις, και σε κάθε περίπτωση η επαφή με τον «πνευματικό κόσμο» μέσω των μέντιουμ είναι τόσο αόριστη και έμμεση που δε συνιστά πειστική απόδειξη της φύσης του κόσμου αυτού. Όσον αφορά δε τις σύγχρονες «μεταθανάτιες» εμπειρίες, είναι ιδιαίτερα σύντομες και μη καταληκτικές, ώστε δεν μπορούν να ληφθούν ως αποδεικτικά στοιχεία της πραγματικής φύσης του άλλου κόσμου.

Υπάρχει, εντούτοις, ένα είδος εμπειρίας στο «αστρικό πεδίο» που μπορεί να μελετηθεί περισσότερο λεπτομερώς. Στη θεοσοφιστική γλώσσα αποκαλείται «αστρική προβολή» ή «προβολή του αστρικού σώματος». Είναι δυνατόν, μέσω πρακτικής εξάσκησης με ορισμένες τεχνικές των μέντιουμ, όχι μόνο να επικοινωνήσει κάποιος με άϋλα πνεύματα, όπως κάνουν τα συνηθισμένα μέντιουμ - όταν πνευματιστικές τους συγκεντρώσεις είναι γνήσιες - αλλά να εισέλθει όντως στον κόσμο ύπαρξής τους και να «ταξιδέψει» ανάμεσά τους. Όταν ακούσει κάποιος τέτοιες εμπειρίες βιώνονταν από μερικούς ανθρώπους στην αρχαιότητα, δικαιολογημένα θα δυσπιστήσει, όμως, συμβαίνει αυτές οι εμπειρίες να έχουν γίνει σχετικά συνηθισμένες, και όχι μόνο μεταξύ αποκρυφιστών, στη σύγχρονη εποχή, και ήδη υπάρχει εκτεταμένος όγκος σχετικού γραπτού υλικού.







«Αστρική προβολή»

Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο άνθρωπος έχει πράγματι τη δυνατότητα να υψωθεί υπεράνω των περιορισμών της σωματικής του φύσης και να ταξιδέψει σε αόρατους κόσμους. Η ακριβής μορφή αυτού του ταξιδιού δε θα μας απασχολήσει εδώ. Ο ίδιος ο απόστολος Παύλος δεν γνώριζε εάν ήταν «με το σώμα ή εκτός του σώματος» όταν αρπάχθηκε έως τον τρίτο ουρανό, «είτε με το σώμα, δεν ξέρω, είτε εκτός του σώματος, δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει», και δε μας είναι αναγκαίο να εικάσουμε το πώς το σώμα μπορεί να γίνει αρκετά εκλεπτυσμένο ώστε να εισέλθει στους ουρανούς - εάν η εμπειρία του ήταν όντως «με το σώμα» - ή το τι είδους «λεπτό σώμα» είναι δυνατόν να ενδυθεί η ψυχή κατά τη διάρκεια μίας «εξωσωματικής εμπειρίας» - εάν βέβαια τέτοιες γνώσεις μπορούν να αποκτηθούν σε αυτή τη ζωή. Μας αρκεί να γνωρίζουμε ότι η ψυχή μέσα σε οποιουδήποτε είδους «σώμα» μπορεί πράγματι να ανυψωθεί με τη Χάρη του Θεού και να δεί τον παράδεισο, όπως και τον υπο-ουράνιο εναέριο κόσμο των πνευμάτων.

Συχνά στην Ορθόδοξη γραμματεία τέτοιες εμπειρίες περιγράφονται ως «εξωσωματικές» όπως αυτή του αγ. Αντωνίου με τα «τελώνια» κατά τη διάρκεια της προσευχής του, η οποία αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Ο Επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ μνημονεύει δύο ασκητές του 19ου αιώνα, των οποίων οι ψυχές με τον ίδιο τρόπο αποχωρίστηκαν από τα σώματά τους ενώ προσεύχονταν - πρόκειται για τον Πρεσβύτερο Βασιλίσκο από τη Σιβηρία, μαθητής του οποίου ήταν ο φημισμένος Ζωσιμάς, και τον μεγαλόσχημο Ιγνάτιο (Ησαϊα), προσωπικό φίλο του Επισκόπου Ιγνατίου. Η πιο εντυπωσιακή «εξωσωματική» εμπειρία στους Ορθόδοξους Βίους Αγίων είναι πιθανώς αυτή του οσίου Ανδρέα εκ Κωνσταντινουπόλεως, του διά Χριστόν Σαλού ο οποίος, ενώ το σώμα του κειτόταν μέσα στο χιόνι των δρόμων της πόλης, ανελήφθη εν πνεύματι και είδε τον παράδεισο και τον τρίτο ουρανό, μέρος του οποίου περιέγραψε στο μαθητή του ο οποίος κατέγραψε την εμπειρία.(έζησε τον 10ο αιώνα και η μνήμη του εορτάζεται την 2α Οκτωβρίου).

Τέτοιες εμπειρίες παραχωρούνται μόνο από τη Χάρη του Θεού και τελείως ανεξάρτητα από τη θέληση ή την επιθυμία των ανθρώπων. Όμως η «αστρική προβολή» είναι μία «εξωσωματική» εμπειρία την οποία μπορεί κάποιος να αναζητήσει και να μυηθεί σ' αυτή μέσω ορισμένων τεχνικών. Αποτελεί μία ειδική μορφή αυτού που ο Επίσκοπος Ιγνάτιος περιγράφει ως το «άνοιγμα των αισθήσεων», και είναι φανερό ότι, αφού η επαφή με τα πνεύματα είναι απαγορευμένη για τους ανθρώπους εκτός από την περίπτωση άμεσης ενέργειας του Θεού, ο κόσμος που μπορεί να προσεγγίσει κάποιος με την παραπάνω μέθοδο δεν είναι ο επουράνιος, αλλά απλώς και μόνον ο υπο-ουράνιος εναέριος κόσμος των πεπτωκότων πνευμάτων.

Τα θεοσοφιστικά κείμενα που περιγράφουν λεπτομερώς την εμπειρία της «αστρικής προβολής» περιέχουν τόσες πολλές απόψεις και ερμηνείες βασισμένες στον αποκρυφισμό, ώστε τελικά αδυνατούν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους να δώσουν μία ιδέα περί των πραγματικών εμπειριών αυτού του κόσμου. Στον 20ο αίώνα, ωστόσο, έκανε την εμφάνισή της μια άλλη κατηγορία κειμένων σχετικών με την εν λόγω εμπειρία: παράλληλα με την πρόοδο της έρευνας και των πειραμάτων στο πεδίο της «παραψυχολογίας», μερικοί άνθρωποι έχουν ανακαλύψει, είτε πειραματιζόμενοι είτε κατά τύχη, ότι είναι ικανοί να βιώνουν την εμπειρία της «αστρικής προβολής» και έχουν γράψει βιβλία στα οποία περιγράφουν αυτές τους τις εμπειρίες σε μη αποκρυφιστική γλώσσα, επίσης, μερικοί ερευνητές έχουν συγκεντρώσει και μελετήσει αναφορές «εξωσωματικών» εμπειριών και έχουν γράψει σχετικά με αυτές σε επιστημονική και όχι αποκρυφιστική γλώσσα. Αμέσως παρακάτω θα εξετάσουμε μερικά τέτοια βιβλία.

Η γήινη πλευρά των «εξωσωματικών» εμπειριών περιγράφεται ικανοποιητικά σε βιβλίο που έγραψε η Διευθύντρια του Ινστιτούτου Ψυχοφυσικής Έρευνας που εδρεύει στην Οξφόρδη της Αγγλίας. Το Σεπτέμβριο του 1966 μετά από σχετική ανακοίνωση στον Τύπο και το ραδιόφωνο της Βρετανίας, το Ινστιτούτο έλαβε περίπου 400 απαντήσεις από ανθρώπους οι οποίοι υποστήριζαν ότι είχαν προσωπικές εξωσωματικές εμπειρίες. Μία τέτοια ευρεία ανταπόκριση δείχνει τόσο ότι οι εμπειρίες αυτές δεν είναι καθόλου σπάνιες στις μέρες μας, όσο και ότι οι άνθρωποι που τις βιώνουν είναι πολύ περισσότερο πρόθυμοι απ' ότι στο παρελθόν να τις συζητήσουν χωρίς να κινδυνεύουν να θεωρηθούν «τρελλοί».
Ο δρ. Μούντυ και άλλοι ερευνητές έχουν καταλήξει στις ίδιες διαπιστώσεις όσον αφορά τις «μεταθανάτιες» εμπειρίες. Το ινστιτούτο έδωσε στα 400 αυτά άτομα δυό ερωτηματολόγια προς συμπλήρωση, και από τη συγκριτική και αναλυτική επεξεργασία των απαντήσεων που δόθηκαν προέκυψε το σχετικό βιβλίο.

Οι περιγραφόμενες εμπειρίες ήταν σχεδόν όλες ακούσιες και είχαν προκληθεί κάτω από διάφορες οργανικές συνθήκες, όπως στρές, κούραση, ασθένεια, κάποιο ατύχημα, λήψη αναισθητικής ουσίας, ύπνο. Σχεδόν όλες συνέβησαν κοντά στο σώμα του ανθρώπου και όχι σε κάποιον «πνευματικό»κόσμο, και οι σχετικές παρατηρήσεις θυμίζουν πολύ αυτές που συναντούμε στις «μεταθανάτιες» εμπειρίες: το άτομο βλέπει το ίδιο του το σώμα όντας «έξω» από αυτό, κατέχει στο ακέραιο όλες τις αισθητηριακές λειτουργίες, ακόμα κι αν «μέσα» στο σώμα ήταν τυφλό ή κουφό, δεν έχει τη δυνατότητα να αγγίζει το περιβάλλον του ή να αλληλεπιδρά με αυτό, «αιωρείται» με μία εξαιρετική αίσθηση ευχαρίστησης και ευεξίας, και έχει μεγαλύτερη πνευματική διαύγεια απ' ότι συνήθως. Μερικά άτομα περιέγραψαν ότι συναντήθηκαν με αποθανόντες συγγενείς ή ότι ταξίδεψαν σε ένα τοπίο που δε φαινόταν να ανήκει στη συνηθισμένη πραγματικότητα.

Ένας ερευνητής «εξωσωματικών» εμπειριών, ο Άγγλος γεωλόγος Ρόμπερτ Κρούκαλ, έχει συγκεντρώσει ένα τεράστιο σχετικό δείγμα, τόσο από αποκρυφιστές  και μέντιουμ, όσο και από κοινούς ανθρώπους, και συνοψίζει την εμπειρία ως εξής: «ένα σώμα αντίγραφο» ή «δεύτερο σώμα» «γεννήθηκε» από το φυσικό σώμα και κατέλαβε μία θέση πάνω από αυτό. Καθώς το «δεύτερο» σώμα αποχωρίσθηκε από το φυσικό προκλήθηκε ένα «μπλακ άουτ» στη συνείδηση (κατά τον ίδιο περίπου τρόπο με τον οποίο η αλλαγή ταχυτήτων στο αυτοκίνητο προκαλεί μία στιγμιαία διακοπή στη μετάδοση ισχύος) ...; Πολλές φορές οι άνθρωποι έβλεπαν την περασμένη τους ζωή σε μία πανοραμική ανασκόπηση και συνήθως, κοιτάζοντας από το απελευθερωμένο «δεύτερο» σώμα προς τα κάτω, μπορούσαν να δούν το κενωμένο φυσικό τους σώμα ...;

Αντίθετα από το αναμενόμενο, κανείς δεν ανέφερε ότι αισθάνθηκε πόνο ή φόβο ως αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από το σώμα, αντιθέτως, τα πάντα έμοιαζαν απολύτως φυσικά ...;

Η συνείδηση, καθώς λειτουργούσε μέσα από το αποχωρισμένο «δεύτερο» σώμα, ήταν πιο διευρυμένη απ' ότι στην καθημερινή ζωή ...; Σε μερικές περιπτώσεις εκδηλώθηκαν φαινόμενα τηλεπάθειας, διόρασης και πρόγνωσης και οι άνθρωποι είδαν «πεθαμένους» φίλους τους. Πολλοί ένιωσαν έντονη απροθυμία να εισέλθουν και πάλι στο σώμα τους και έτσι να επιστρέψουν στην επίγεια ζωή ...; Αυτό το γενικό μοντέλο των καταστάσεων που απαντώνται στις «εξωσωματικές» εμπειρίες, μη αναγνωρισμένο έως τώρα, δεν μπορεί να ερμηνευθεί επαρκώς βάσει της υπόθεσης ότι όλες αυτές οι εμπειρίες ήταν όνειρα και ότι όλα τα περιγραφέντα «δεύτερα» σώματα ήταν απλές παραισθήσεις. Μπορεί, όμως, εύκολα να ερμηνευθεί βάσει της υπόθεσης ότι επρόκειτο για γνήσιες εμπειρίες και ότι τα «δεύτερα» σώματα που έβλεπαν τα άτομα αυτά ήταν, αν και υπερφυσικά, εν τούτοις υπαρκτά.

Η ανωτέρω περιγραφή είναι σχεδόν πανομοιότυπη, σημείο προς σημείο, με το «μοντέλο» μεταθανάτιων εμπειριών του Δρος Μούντυ. Αυτή η ομοιότητα είναι τόσο ακριβής που το μόνο που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι πρόκειται για την περιγραφή μίας και της αυτής εμπειρίας. Εάν κάτι τέτοιο αληθεύει, τότε είναι τελικά δυνατό να προσδιορίσουμε την εμπειρία που περιγράφουν ο Δρ. Μούντυ και άλλοι ερευνητές, και η οποία έχει προκαλέσει τόσο ενδιαφέρον και τόσες συζητήσεις στο Δυτικό κόσμο εδώ και αρκετά χρόνια. Δεν πρόκειται ακριβώς για «μεταθανάτια» αλλά για «εξωσωματική» εμπειρία που αποτελεί μόνο τον προθάλαμο για άλλες πολύ περισσότερο εκτενείς εμπειρίες είτε αυτού του ίδιου του θανάτου είτε αυτού που ενίοτε αποκαλείται «αστρικό ταξίδι», το οποίο θα περιγράψουμε παρακάτω. Παρότι η «εξωσωματική» εμπειρία θα μπορούσε να ονομαστεί η «πρώτη στιγμή» του θανάτου - στην περίπτωση που ο θάνατος όντως ακολουθεί- είναι καταφανές σφάλμα να συμπεράνουμε από αυτήν οτιδήποτε απολύτως σχετικά με τη «μεταθανάτια» κατάσταση, εκτός από τα αδιαμφισβήτητα δεδομένα της επιβίωσης και της συνείδησης της ψυχής μετά θάνατον, που σχεδόν κανείς από αυτούς που πράγματι πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής δεν αρνείται σε οποιαδήποτε περίπτωση.  Επιπλέον, επειδή η «εξωσωματική» εμπειρία δεν είναι καθόλου κατ' ανάγκη συνδεδεμένη με το θάνατο, πρέπει να προχωρούμε με εξαιρετική προσοχή στη διάκριση των αποδεικτικών στοιχείων που μας παρέχουν οι εκτενείς εμπειρίες στον κόσμο αυτό, ειδικότερα, πρέπει να αναρωτηθούμε εάν οι εμπειρίες της όρασης του «παραδείσου» ή της «κόλασης» που μερικοί άνθρωποι βιώνουν σήμερα έχουν οποιαδήποτε σχέση με την αληθινή χριστιανική αντίληψη για τον παράδεισο και την κόλαση, ή εάν αποτελούν μόνο μία ερμηνεία κάποιας απλώς φυσικής ή δαιμονικής εμπειρίας στον «εξωσωματικό» κόσμο.

Ο Δρ. Κρουκαλ, ο πλέον εμβριθής ερευνητής του χώρου αυτού έως σήμερα, ο οποίος προσεγγίζει το αντικείμενο της  έρευνάς του με την ίδια σύνεση και το ίδιο ενδιαφέρον για τη λεπτομέρεια που χαρακτηρίζουν τα προηγούμενα βιβλία του για τα απολιθωμένα φυτά στη Μ. Βρετανία, έχει συγκεντρώσει εκτενές υλικό σχετικά με τις εμπειρίες στην «εξωσωματική» κατάσταση, και τις διακρίνει ως εξής: « Εκείνοι που άφηναν τα σώματά τους αβίαστα συνήθως αντίκριζαν φευγαλέα ένα είδος «Παραδεισένιων» συνθηκών, όπου όλα ήταν φωτεινά και ειρηνικά, ένα είδος εκθαμβωτικά λαμπερής γής, αντιθέτως, όσοι είχαν αποχωρισθεί βίαια από τα σώματά τους ...; συνήθως βρίσκονταν σε ένα σχετικά θαμπό, συγκεχυμένο, και ημι-ονειρικό περιβάλλον αντίστοιχο του αρχαίου «Αδη». Οι πρώτοι συνάντησαν πολλά πρόσωπα που είχαν διάθεση να τους βοηθήσουν, συμπεριλαμβανομένων των «πεθαμένων» φίλων και συγγενών που ήδη αναφέρθηκαν, ενώ οι τελευταίοι μερικές φορές συνάντησαν άυλα όντα τα οποία σχεδίαζαν να τους παρεμποδίσουν». Τα άτομα που, σύμφωνα με το Δρα Κρούκαλ, έχουν σωματική σύνθεση «ίδια με αυτήν των μέντιουμ», πάντοτε διέρχονται κατ' αρχήν μέσα από μία σκοτεινή, ομιχλώδη περιοχή «Αδη», και κατόπιν από μία περιοχή λαμπρού φωτός που μοιάζει με τον Παράδεισο. Αυτός ο «Παράδεισος» ποικιλοτρόπως περιγράφεται, από μέντιουμ και μη, ως «το πιο όμορφο τοπίο που έχει δεί ποτέ κανείς», «ένας τόπος θεσπέσιας ομορφιάς, ένας απέραντος κήπος που θύμιζε πάρκο και ένα φώς που παρόμοιό του κανείς ποτέ δεν έχει αντικρίσει στη γή ή στη θάλασσα», «υπέροχο τοπίο» με «ανθρώπους ντυμένους στα λευκά» όπως επίσης περιγράφουν σε άλλα σημεία, «το φώς έγινε πολύ έντονο», όλη η γή φλεγόταν».

Για να ερμηνεύσει αυτές τις εμπειρίες ο Δρ. Κρούκαλ διατυπώνει την υπόθεση της ύπαρξης μίας «συνολικής γής» η οποία αποτελείται, στο κατώτατο επίπεδο, από τη φυσική γή όπως τη γνωρίζουμε στην καθημερινή μας ζωή, περιβαλλόμενη από μία διεισδύουσα σε αυτήν μη - φυσική σφαίρα με ζώνες «Αδη» και «Παραδείσου» στα κατώτερα και ανώτερα όριά της. Πρόκειται, σε γενικές γραμμές, για την περιγραφή του κόσμου που η Ορθοδοξία αποκαλεί εναέριο κόσμο των πεπτωκότων πνευμάτων του υπο-ουράνιου χώρου, και η θεοσοφία «αστρικό πεδίο», ωστόσο, οι περιγραφές που δίνει η Ορθοδοξία γι' αυτόν τον κόσμο δε διακρίνονται από «γεωγραφικούς» διαχωρισμούς μεταξύ «ανώτερου» και «κατώτερου», αλλά υπογραμμίζουν κυρίως τις δαιμονικές πλάνες οι οποίες αποτελούν ένα ουσιώδες τμήμα του. Ο Δρ. Κρούκαλ, ένας κοσμικός ερευνητής, δε γνωρίζει τίποτα σχετικά με αυτήν την πλευρά του εναέριου κόσμου, με την «επιστημονική» του όμως ιδιότητα πιστοποιεί ένα εξαιρετικά σημαντικό δεδομένο για την κατανόηση των «μεταθανάτιων» και «εξωσωματικών» εμπειριών: ο «παράδεισος» και η «κόλαση» που βλέπουν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια αυτών των εμπειριών είναι μόνον τμήματα (ή εξωτερικές εντυπώσεις) από τον εναέριο κόσμο των πνευμάτων και δεν έχουν καμιά σχέση με τον αληθινό παράδεισο και την κόλαση της Χριστιανικής διδασκαλίας, που αποτελούν τις αιώνιες κατοικίες των ανθρώπινων ψυχών (και των αναστημένων σωμάτων τους) καθώς και των άυλων πνευμάτων. Τα άτομα που βρίσκονται σε «εξωσωματική» κατάσταση δεν είναι ελεύθερα να «περιπλανηθούν» μέσα στον αληθινό παράδεισο και την κόλαση, που ανοίγονται στις ψυχές μόνο με την έκτακτη θέληση του Θεού. Το ότι μερικοί «χριστιανοί» κατά το «θάνατό» τους βλέπουν σχεδόν αμέσως μία «ουράνια πόλη» με «μαργαριταρένιες πύλες» και «αγγέλους», αποτελεί μόνον ένδειξη ότι η οπτική παράσταση του εναέριου  κόσμου εξαρτάται σε κάποιο βαθμό από τις παρελθοντικές εμπειρίες και προσδοκίες του κάθε ατόμου, αφού άλλωστε, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, κάποιοι ετοιμοθάνατοι ινδουιστές βλέπουν τους δικούς τους ινδουϊστικούς ναού και «θεούς». Όμως, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, οι γνήσιες χριστιανικές εμπειρίες παραδείσου και κόλασης έχουν μία τελείως διαφορετική διάσταση.

«Αστρικά ταξίδια»

Όλες σχεδόν οι πρόσφατες «μεταθανάτιες» εμπειρίες είναι υπερβολικά σύντομες, εάν η διάρκειά τους ήταν μεγαλύτερη, θα είχε επέλθει πραγματικός θάνατος. Όμως, η «εξωσωματική» εμπειρία» η οποία δε συμβαίνει αποκλειστικά σε άτομα που βρίσκονται πολύ κοντά στο θάνατο, είναι δυνατό να έχει μεγαλύτερη διάρκεια. Εάν διαρκέσει για αρκετό χρονικό διάστημα, ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αφήσει πίσω το άμεσο περιβάλλον του και να εισέλθει σε ένα τελείως άγνωστο τοπίο, όπου όχι απλώς διακρίνει φευγαλέα έναν «κήπο» ή ένα «φωτεινό μέρος» ή μία «ουράνια πόλη», αλλά ζεί μία παρατεταμένη «περιπέτεια» μέσα στον εναέριο κόσμο. Το «αστρικό πεδίο» βρίσκεται προφανώς αρκετά κοντά στον κάθε άνθρωπο, και ορισμένες κρίσιμες καταστάσεις ή τεχνικές που εφαρμόζουν τα μέντιουμ μπορούν να τον «προβάλλουν» στο πεδίο αυτό. Σε ένα από τα βιβλία του, ο Δρ. Κάρλ Γιούνγκ περιγράφει την εμπειρία ασθενούς του η οποία είχε «εξωσωματική» εμπειρία κατά τη διάρκεια μίας δύσκολης γέννας. Έβλεπε  τους γιατρούς και τις νοσοκόμες που ήταν γύρω της, όμως πίσω της μπορούσε να αντιληφθεί την ύπαρξη ενός εκθαμβωτικού τοπίου το οποίο έμοιαζε να είναι το σύνορο μίας άλλης διάστασης αισθάνθηκε ότι εάν γύριζε προς τη μεριά του τοπίου, θα άφηνε την επίγεια ζωή - αντί γι' αυτό όμως, επέστρεψε στο σώμα της».

Ο Δρ. Μούντυ είχε καταγράψει αρκετές τέτοιες εμπειρίες, στις οποίες το άτομο πλησιάζει σε μια οριακή γραμμή, κάτι σαν σύνορο.

Όσοι προκαλούν σκόπιμα την εμπειρία της «αστρικής προβολής» συχνά επιτυγχάνουν να εισέλθουν στην «άλλη διάσταση». Μόλις τα τελευταία  χρόνια οι περιγραφές ενός άνδρα ονόματι Ρόμπερτ Μόνροου για τα «ταξίδια» του στην «άλλη διάσταση» έχουν αποκτήσει αρκετή φήμη, γεγονός που του επέτρεψε να ιδρύσει ένα ινστιτούτο διεξαγωγής πειραμάτων στην «εξωσωματική» κατάσταση. Στο ινστιτούτο αυτό έχει μαθητεύσει και η Δρ. Ελίζαμπεθ Κιούμπλέρ Ρος, η οποία συμφωνεί με τα συμπεράσματα του Μόνροου όσον αφορά την ομοιότητα μεταξύ «εξωσωματικών» και «μεταθανάτιων» εμπειριών. Αμέσως παρακάτω θα παραθέσουμε συνοπτικά τα ευρήματα αυτού του πειραματιστή.

Ο Αμερικανός Ρόμπερτ Μόνροου είναι επιτυχημένο διοικητικό στέλεχος επιχείρησης - πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου ενός οικονομικού «κολοσσού» - και αγνωστικιστής. Οι «εξωσωματικές» του εμπειρίες άρχισαν το 1958, χωρίς ποτέ πριν να έχει ενδιαφερθεί για τον αποκρυφισμό, την περίοδο που διεξήγαγε ο ίδιος πειράματα πάνω σε τεχνικές εκμάθησης επιχειρησιακών δεδομένων κατά τη διάρκεια του ύπνου, οι τεχνικές αυτές περιελάμβαναν ασκήσεις αυτοσυγκέντρωσης και χαλάρωσης και έμοιαζαν με κάποιες τεχνικές του διαλογισμού. Αφότου ξεκίνησε τα πειράματα, είχε την εξής ασυνήθιστη εμπειρία: του φάνηκε ότι χτυπήθηκε ξαφνικά από μία ακτίνα φωτός, η οποία του προκάλεσε προσωρινή παράλυση. Αφού αυτή η αίσθηση επαναλήφθηκε αρκετές φορές, άρχισε να «αιωρείται» έξω από το σώμα του . Τελικά άρχισε να πειραματίζεται με στόχο να αναπαράγει και να τελειοποιεί τη συγκεκριμένη εμπειρία. Σε αυτό το ξεκίνημα των απόκρυφων «ταξιδιών» του, ο Μόνροου αποκαλύπτει τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά τα οποία άνοιξαν στον Σβέντενμποργκ τον δρόμο για τις περιπέτειές του στον κόσμο των πνευμάτων.

Στην αρχή τα «ταξίδια» του Μόνροου γίνονταν σε αναγνωρίσιμους τόπους της γής, πρώτα σε κοντινούς, έπειτα σε μακρινότερους, μερικές φορές μάλιστα, ανέφερε επιτυχώς πραγματικά στοιχεία που απεδείκνυαν τη γνησιότητα των εμπειριών του. Κατόπιν άρχισε να έρχεται σε επαφή με κάποιες φιγούρες που «έμοιαζαν με φαντάσματα», η πρώτη δε τέτοια επαφή ήταν μέρος ενός μεντιουμιστικού πειράματος, κατά το οποίο ο απεσταλμένος από το μέντιουμ «Ινδός καθοδηγητής» ήλθε πράγματι σε αυτόν! Τελικά, άρχισε να έρχεται σε επαφή με περίεργα τοπία, που φαινομενικά δεν ήταν γήινα.

Κρατώντας λεπτομερείς σημειώσεις από τις εμπειρίες του, τις οποίες κατέγραφε αμέσως μόλις επέστρεφε στο σώμα του, τις κατηγοριοποίησε όλες, θεωρώντας ότι ανήκουν σε τρία «πεδία»: Το «Πεδίο Ι» είναι το «εδώ - τώρα» είναι ένα «μη υλικό» περιβάλλον φαινομενικά τεράστιας έκτασης, με χαρακτηριστικά πανομοιότυπα με αυτά του «αστρικού πεδίου». Το Πεδίο ΙΙ είναι το «φυσικό περιβάλλον» του Δεύτερου Σώματος» όπως αποκαλεί ο Μόνροου την οντότητα που ταξιδεύει μέσα σε αυτό, το Πεδίο ΙΙ «διεισδύει βαθιά» στον υλικό κόσμο, και διέπεται από τους νόμους της σκέψης: «όπως σκέφτεσαι, έτσι είσαι», «τα όμοια έλκονται», για να ταξιδέψει κανείς χρειάζεται μόνο να σκεφτεί τον προορισμό του. Ο Μόνροου επισκέφτηκε διάφορους «τόπους» αυτού του κόσμου, όπου είδε μία ομάδα ανθρώπων που φορούσαν μακριούς χιτώνες και βρίσκονταν σε μία στενή κοιλάδα, καθώς και μερικούς ανθρώπους με στολές οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν «στρατός στόχου» και περίμεναν να αναλάβουν αποστολή. Το «Πεδίο ΙΙΙ» είναι ένας πραγματικός κόσμος που φαινομενικά μοιάζει με τη γή αλλά που,  ωστόσο,  δεν μοιάζει με τίποτε γνωστό σε αυτή τη γή, με ασυνήθιστα αναχρονιστικά χαρακτηριστικά, οι θεοσοφιστές πιθανώς αντιλαμβάνονται το Πεδίο ΙΙΙ ως απλώς ένα ακόμα πιο «στερεό» τμήμα του «αστρικού Πεδίου».

Αφού υπερνίκησε σε σημαντικό βαθμό την αρχική αίσθηση φόβου που είχε όταν βρισκόταν σε αυτούς τους άγνωστους κόσμους, ο Μόνρου άρχισε να τους εξερευνά και να περιγράφει τα πολλά νοήμονα όντα που συναντούσε εκεί. Σε μερικά «ταξίδια» του συναντούσε «πεθαμένους» φίλους και κουβέντιαζε μαζί τους, όμως πιο συχνά έβρισκε περίεργα απρόσωπα όντα που ενίοτε τον «βοηθούσαν» αλλά που εξίσου συχνά δεν αποκρίνονταν όταν τα καλούσε, όντα που έδιναν ασαφή «μυστικά» μηνύματα, που θυμίζουν τα μηνύματα που λαμβάνουν τα μέντιουμ. Κάποιες φορές τον χαιρετούσαν διά χειραψίας, κάποιες άλλες όμως έχωναν ένα αγκίστρι στο χέρι του όταν τους το άπλωνε για να τους χαιρετήσει. Ανάμεσα σε αυτά τα όντα ο Μόνροου ξεχώριζε κάποια που καταλάβαινε ότι είχαν σκοπό να τον «παρεμποδίσουν»: τερατόμορφα πλάσματα με ελαστικά σώματα που εύκολα έπαιρναν τη μορφή σκύλων, νυχτερίδων, ή των παιδιών του, και άλλα που τον περιέπαιζαν και τον βασάνιζαν και απλώς γελούσαν όταν εκείνος επικαλούνταν - όχι με πίστη, είναι αλήθεια, αλλά μόνον ως ένα ακόμα «πείραμα» - το όνομα του Ιησού Χριστού.

Μη διαθέτοντας δική του πίστη ο Μόνροου δεχόταν πρόθυμα τις «θεοσεβείς» υποβολές των όντων αυτών. Του παρουσίαζαν  «προφητικά» οράματα περιστατικών τα οποία μερικές φορές όντως συνέβαιναν έτσι όπως τα είχε δεί. Κάποια φορά, όταν μία λευκή ακτίνα φωτός εμφανίστηκε μπροστά του πάνω στο σύνορο της εξωσωματικής κατάστασης ο Μόνρου της ζήτησε να του απαντήσει στα ερωτήματά του σχετικά με τον κόσμο εκείνο. Μία φωνή μέσα από την φωτεινή ακτίνα απάντησε: «Ρώτησε τον πατέρα σου να σού πεί για το μεγάλο μυστικό». Έτσι, με την επόμενη ευκαιρία ο Μόνροου προσευχήθηκε ανάλογα: «Πατέρα, οδήγησε με. Πατέρα, πές μου το μεγάλο μυστικό». Είναι φανερό απ' όλα τα παραπάνω ότι ο Μόνροου, αν και παρέμεινε «κοσμικός» και «αγνωστικιστής» όσον αφορά τα θρησκευτικά του πιστεύω, διέθεσε ελεύθερα τον εαυτό του προς εκμετάλλευση από τα όντα του απόκρυφου βασιλείου, τα οποία, φυσικά, είναι δαίμονες.

Όπως ακριβώς ο Δρ. Μούντυ και άλλοι ερευνητές αυτού του βασιλείου, έτσι και ο Μόνροου γράφει: «στα δώδεκα χρόνια που πειραματίζομαι με μη - σωματικές δραστηριότητες, δε βρήκα κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει τις βιβλικές έννοιες του Θεού και της μετά θάνατον ζωής σε κάποιον τόπο που να ονομάζεται «παράδεισος». Εντούτοις, όπως ακριβώς ο Σβέντενμποργκ, οι θεοσοφιστές και ερευνητές όπως ο Δρ. Κρούκαλ, έτσι και ο Μόνροου εντοπίζει στο «μη υλικό» περιβάλλον που εξερεύνησε «όλα τα χαρακτηριστικά που αποδίδουμε στον παράδεισο και στην κόλαση, τα οποία δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά τμήμα του Πεδίου ΙΙ».
Στην περιοχή που ήταν φαινομενικά «πλησιέστερα» προς τον υλικό κόσμο, ο Μόνροου συνάντησε μία γκριζόμαυρη έκταση που κατοικούνταν από όντα που βασάνιζαν και δάγκωναν με μικρές δαγκωματιές, ο Μόνροου θεωρεί ότι αυτή η περιοχή είναι ίσως το «χείλος της κόλασης», κάτι σαν την περιοχή του «Αδη» που περιγράφει ο Δρ. Κρούκαλ.

Ωστόσο, πιο αποκαλυπτική απ' όλες είναι η εμπειρία του «παραδείσου» που είχε ο Μόνροου. Τρείς φορές ταξίδεψε σε ένα μέρος «απόλυτης γαλήνης», «επιπλέοντας» μέσα σε ζεστά, μαλακά σύννεφα τα οποία σαρώνονταν από χρωματιστές ακτίνες φωτός που άλλαζαν συνεχώς χρώματα, ο Μόνροου δονούνταν σε αρμονία με τη χωρίς λόγια μουσική από χορωδίες, υπήρχαν άγνωστα όντα γύρω του στην ίδια κατάσταση, όντα με τα οποία δεν είχε προσωπική επαφή. Αισθάνθηκε ότι αυτό το μέρος ήταν η τελική του «Κατοικία» και το νοσταλγούσε επί μερικές ημέρες μετά το τέλος της εμπειρίας του. Αυτός ο «αστρικός παράδεισος» είναι, φυσικά, η βασική πηγή της θεοσοφιστικής διδασκαλίας σχετικά με την «ευχάριστη ατμόσφαιρα» του άλλου κόσμου, πόσο, όμως, απέχει από την πραγματική χριστιανική διδασκαλία περί της Βασιλείας των Ουρανών, η οποία βρίσκεται πολύ πιο μακριά από αυτόν τον εναέριο κόσμο και της οποίας η πλήρης οντότητα, με όλη την αγάπη και τη συνειδητή παρουσία του Θεού που ενυπάρχουν σε αυτήν, είναι πιά πολύ μακρινή για τους απίστους της σημερινής εποχής οι οποίοι δεν αποζητούν τίποτε περισσότερο από ένα «νιρβάνα» από μαλακά σύννεφα και χρωματιστά φώτα! Τα πεπτωκότα πνεύματα  μπορούν εύκολα να δημιουργήσουν μία τέτοια εμπειρία «παραδείσου», όμως, μόνο η εν Χριστώ ζωή και η Θεία Χάρη έχουν τη δυνατότητα να ανυψώσουν τον άνθρωπο στον πραγματικό παράδεισο του Θεού.

Αρκετές φορές, ο Μόνροου συνάντησε το «Θεό» του παραδείσου του. Αυτές οι συναντήσεις, λέει, μπορούν να συμβούν οπουδήποτε στο «Πεδίο ΙΙ». Υπάρχει μία στιγμή κατά την οποία κάθε δραστηριότητα, οπουδήποτε κι αν λαμβάνει χώρα, διακόπτεται από ένα προειδοποιητικό Σήμα, κάτι σαν εραλδικό σάλπισμα. Ο καθένας δέχεται ήρεμα το Σήμα, και εκείνη τη στιγμή όλοι σταματούν να μιλούν ή να κάνουν οτιδήποτε άλλο. Είναι το Σήμα ότι Αυτός (ή Αυτοί) πλησιάζει μέσα από τη Βασιλεία Του.

«Κανείς δεν προσκυνά έντρομος, ούτε πέφτει στα γόνατα. Αντίθετα, η στάση τους απέναντι στην παρουσία Του είναι φυσική. Πρόκειται για μία εμφάνιση στην οποία όλοι είναι συνηθισμένοι και η συμμόρφωση είναι αυτό που προέχει απολύτως. Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις.

«Στο άκουσμα του Σήματος κάθε ζωντανό όν ξαπλώνει κάτω ...; με το κεφάλι γυρισμένο στη μία πλευρά ώστε να μη βλέπει Εκείνον που περνά. Φαίνεται ότι στόχος είναι να σχηματιστεί ένας δρόμος από ζωντανά όντα πάνω από τον οποίο Εκείνος να μπορεί να περάσει ...; Δεν υπάρχει καμιά κίνησης, ούτε καν σκέψη, καθώς Εκείνος περνά ...;
«Όσες φορές βίωσα αυτήν την εμπειρία, ξάπλωσα κάτω μαζί με τους άλλους. Τη στιγμή εκείνη, η σκέψη να κάνω διαφορετικά ήταν αδιανόητη. Καθώς Εκείνος περνά, υπάρχει ένας βροντερός μουσικός ήχος και η αίσθηση μίας απαστράπτουσας, ακατανίκητης ζώσας δύναμης με απόλυτη εξουσία, αίσθηση η οποία κορυφώνεται όταν η δύναμη περνά πάνω από τα κεφάλια των όντων και σβήνει καθώς αυτή ξεμακραίνει ...; Είναι μία πράξη αδιάφορη, όπως το σταμάτημα μπροστά στο φανάρι σε μία πολυσύχναστη διασταύρωση ή η αναμονή στη σιδηροδρομική διάβαση όταν το σήμα προειδοποιεί ότι πλησιάζει τρένο, είσαι αδιάφορος και όμως νιώθεις άφατο σεβασμό για τη δύναμη που αντιπροσωπεύεται στο διερχόμενο τρένο. Το περιστατικό είναι επίσης απρόσωπο.

«Είναι άραγε ο Θεός; Ή  είναι ο Υιός Του; Ή μήπως ο εκπρόσωπός Του;»

Δύσκολα θα έβρισκε κανείς, στη παγκόσμια βιβλιογραφία του αποκρυφισμού, μία πιο ζωντανή περιγραφή της λατρείας του σατανά μέσα στο δικό του βασίλειο από τους απρόσωπους δούλους του. Σε άλλο σημείο του βιβλίου του, ο Μόνροου περιγράφει την προσωπική του σχέση με τον πρίγκιπα του βασιλείου στο οποίο διείσδυσε. Μία νύχτα, δυό περίπου χρόνια αφότου άρχισαν τα «εξωσωματικά» του ταξίδια, ένιωσε τον εαυτό του να λούζεται μέσα στο ίδιο είδος φωτός που συνόδευε την έναρξη αυτών των ταξιδιών, επίσης ένιωσε την παρουσία μίας πολύ ισχυρής, ευφυούς, προσωπικής δύναμης, η οποία τον κατέστησε ανίσχυρο και του αφαίρεσε τη θέληση. «Είχα την ακλόνητη εντύπωση ότι ήμουν δεσμευμένος από αφοσίωση σε αυτήν την ευφυή δύναμη, χωρίς περιθώρια διαφυγής, ότι ήμουν έτσι όλη μου τη ζωή, και ότι είχα να διεκπεραιώσω ένα έργο εδώ στη γη». Σε άλλη παρόμοια εμπειρία με αυτήν την αόρατη δύναμη ή «οντότητα» αρκετές εβδομάδες αργότερα, αυτή (ή αυτοί) φάνηκε να εισέρχεται στο νου του και να τον «ερευνά», και κατόπιν, «φάνηκαν να απογειώνονται στον ουρανό, ενώ εγώ τους ικέτευα να γυρίσουν πίσω. Τότε σιγουρεύτηκα ότι η νοοτροπία και η νοημοσύνη τους απείχαν πολύ από τα δικά μου μέτρα κατανόησης. Είναι μία απρόσωπη, ψυχρή νοημοσύνη, χωρίς κανένα από τα συναισθήματα της αγάπης και της ευσπλαχνίας τα οποία εμείς θεωρούμε τόσο σεβαστά ...; Κάθισα κάτω κι έκλαψα με βαθιά αναφιλητά, όπως δεν είχα κλάψει ποτέ πριν στη ζωή μου, γιατί τότε συνειδητοποίησα χωρίς καμιά επιφύλαξη ή ελπίδα να αλλάξει κάτι στο μέλλον ότι ο Θεός της παιδικής μου ηλικίας, ο Θεός που δόξαζαν στις εκκλησίες, ο Θεός στον οποίο πίστευε η θρησκεία σε όλον τον κόσμο δεν ήταν αυτός που εμείς λατρεύαμε - ότι για όλη την υπόλοιπη ζωή μου, θα «βασανιζόμουν» από την απώλεια αυτής της αυταπάτης».

Δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί καλύτερη περιγραφή της συνάντησης με το διάβολο, την οποία υφίστανται στη σύγχρονη εποχή τόσο πολλοί ανυποψίαστοι συνάνθρωποί μας, ανήμποροι να προβάλουν αντίσταση εξ αιτίας της αποξένωσής του από τον αληθινό Χριστιανισμό.

Η μαρτυρία του Μόνροου όσον αφορά τη φύση και τα όντα «του αστρικού πεδίου» είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Αν και ο ίδιος συμμετείχε ενεργά στις εμπειρίες αυτές και όντως  παρέδωσε την ψυχή του προς υποταγή στα πεπτωκότα πνεύματα, ωστόσο τις περιέγραψε με απλή, μη-αποκρυφιστική γλώσσα και από μία σχετικά φυσιολογική ανθρώπινη οπτική γωνία. Το τελευταίο αυτό στοιχείο κάνει το βιβλίο του Μόνροου να αποτελεί πειστική προειδοποίηση προς αποφυγή σχετικών «πειραμάτων». Όσοι γνωρίζουν την Ορθόδοξη Χριστιανική Διδασκαλία περί του εναερίου κόσμου, καθώς και περί του αληθινού παραδείσου και της κόλασης που βρίσκονται έξω από αυτόν τον εναέριο κόσμο, μόνο πιο σταθερά πεπεισμένοι μπορούν να είναι σχετικά με την αληθινή ύπαρξη των πεπτωκότων πνευμάτων και του κόσμου τους, όπως και τον πολύ μεγάλο κίνδυνο που ενέχει η επαφή  μαζί τους ακόμα και μέσω μίας φαινομενικά «επιστημονικής» προσέγγισης. Ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί παρατηρητές, δεν έχουμε ανάγκη να γνωρίζουμε κατά πόσο ήταν «αληθινή» η εμπειρία του και κατά πόσο ήταν αποτέλεσμα θεαμάτων και ψευδαισθήσεων που είχαν επινοήσει για την παραπλάνησή του τα πεπτωκότα πνεύματα, η παραπλάνηση αποτελεί ένα τόσο κυρίαρχο χαρακτηριστικό του εναέριου κόσμου των πνευμάτων, ώστε δεν έχει νόημα ακόμα και να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τις ακριβείς μορφές της. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί όμως το γεγονός  ότι ο Μόνροου όντως ήλθε σε επαφή με αυτόν τον κόσμο.

Η επαφή με το «αστρικό πεδίο» είναι επίσης εφικτή - όχι  όμως κατ' ανάγκη σε «εξωσωματική» κατάσταση - μέσω της χρήσης ορισμένων ναρκωτικών ουσιών. Πρόσφατα πειράματα χορήγησης LSD σε ετοιμοθάνατους παρήγαγαν πολύ πειστικές εμπειρίες «στο κατώφλι του θανάτου», οι οποίες συνοδεύονταν από μία «συμπυκνωμένη επανάληψη» όλης της ζωής του ατόμου, ένα όραμα εκτυφλωτικού φωτός, συναντήσεις με «πεθαμένους» και με μη ανθρώπινα «πνευματικά όντα», και τέλος, τη μεταβίβαση πνευματικών μηνυμάτων που αφορούσαν τις αλήθειες της «κοσμικής θρησκείας», τη μετενσάρκωση, και άλλα παρόμοια. Στη διεξαγωγή αυτών των πειραμάτων συμμετείχε επίσης η Δρ. Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ - Ρός.





Είναι ευρέως γνωστό ότι οι σαμάνοι των πρωτόγονων φυλών έρχονται σε επαφή με τον εναέριο κόσμο των πεπτωκότων πνευμάτων σε «εξωσωματικές» καταστάσεις, και αφού «μυηθούν» σε αυτήν την εμπειρία γίνονται ικανοί να επισκέπτονται τον «κόσμο των πνευμάτων» και να επικοινωνούν με τα όντα του.

Η ίδια αυτή εμπειρία ήταν κοινή μεταξύ των μυημένων στα «μυστήρια» του αρχαίου ειδωλολατρικού κόσμου. Στο Βίο των αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης διαβάσουμε την προσωπική μαρτυρία ενός πρώην μάγου σχετικά με τις εμπειρίες του από τον κόσμο των πνευμάτων:

«Στο όρος  Όλυμπος ο Κυπριανός μελέτησε όλων των ειδών τις διαβολικές τέχνες: κατάφερε να πραγματοποιεί δαιμονικές μεταμορφώσεις, έμαθε πώς να μεταβάλλει τη φύση του αέρα ...; Στον τόπο αυτό είδε μία λεγεώνα αμέτρητων δαιμόνων, με τον πρίγκιπα του σκότους επικεφαλή τους, κάποιοι από  τους δαίμονες στέκονταν μπροστά του, άλλοι τον υπηρετούσαν, άλλοι τον υμνούσαν με δυνατές κραυγές, και κάποιοι άλλοι αποστέλλονταν στον κόσμο για να διαφθείρουν τους ανθρώπους. Είδε επίσης τους παγανιστικούς θεούς και θεές με τις ψεύτικες μορφές τους, καθώς και φαντάσματα και άλλα στοιχειά, και έμαθε τον τρόπο να τα επικαλείται στη διάρκεια μιας αυστηρής σαρανταήμερης νηστείας ...; Έτσι τελικά έγινε μάγος, καταστροφέας των ψυχών, πολύ στενός φίλος και πιστός δούλος του πρίγκιπα του άδη, με τον οποίο συνομιλούσε πρόσωπο με πρόσωπο, και δεχόταν μεγάλες τιμές από αυτόν, σύμφωνα με δική του μαρτυρία. «Πιστέψτε με», είπε, «είδα αυτόν τον ίδιο τον πρίγκιπα του σκότους ...; τον χαιρέτησα, εκείνον και τους προγόνους του ...; Μου υποσχέθηκε ότι θα με κάνει κι εμένα πρίγκιπα μετά την αναχώρησή μου από το σώμα, και ότι θα με βοηθά σε οτιδήποτε χρειαστώ κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής μου ...; Η εξωτερική εμφάνιση του πρίγκιπα του σκότους θύμιζε λουλούδι. Στο κεφάλι φορούσε ένα στέμμα (φανταστικό, όχι αληθινό) από χρυσό και λαμπερούς λίθους, που καταφώτιζαν όλο το χώρο γύρω του, και η ενδυμασία του ήταν επίσης εκθαμβωτική. Ένα πλήθος πονηρών πνευμάτων διαφόρων βαθμών στεκόταν υποτακτικά δίπλα στο θρόνο του και όταν γύριζε από τη μία ή την άλλη πλευρά όλος ο τόπος έτρεμε. Παραδόθηκα ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του εκείνον τον καιρό, υπακούοντας σε κάθε του εντολή.

Ο αγ. Κυπριανός δέ δηλώνει  ρητά ότι βίωσε αυτές τις εμπειρίες σε «εξωσωματική» κατάσταση, μάλιστα, φαίνεται ότι πιο εξελιγμένοι μάγοι καθώς και όσοι διαθέτουν μεγάλη εμπειρία δε χρειάζεται να αφήσουν το σώμα τους προκειμένου να επιτύχουν πλήρη επαφή με τον εναέριο κόσμο. Ο Σβέντενμποργκ, ακόμα κι όταν περιέγραφε τις δικές του «εξωσωματικές» εμπειρίες, δήλωνε ότι η επαφή του με τα πνεύματα γινόταν, κατά κύριο λόγο, μέσα στο σώμα, έχοντας όμως τις «πύλες αντίληψής» του ανοικτές. Και πάλι όμως, τα χαρακτηριστικά του εναέριου κόσμου, όπως και οι «περιπέτειες» κάποιου μέσα στον κόσμο αυτό, δε διαφέρουν καθόλου είτε βρίσκεται «μέσα» στο σώμα του είτε «έξω» από το σώμα του.





Η περιγραφή της μύησης στα μυστήρια της Ισιδος ενός διάσημου παγανιστή μάγου της αρχαιότητας, ο οποίος έζησε τον 2ο αιώνα, αποτελεί κλασικό παράδειγμα «εξωσωματικής» εμπειρίας και επαφής με τον εναέριο κόσμο, το παράδειγμά του θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί επίσης για την περιγραφή μερικών από τις σημερινές «εξωσωματικές» και «μεταθανάτιες» εμπειρίες:

«Περίεργε αναγνώστη, ίσως να με ρωτήσεις επίμονα τις ειπώθηκε, τι έγινε; Θα το έλεγα, αν μπορούσε να λεχθεί τέτοιο πράμα, θα το μάθαινες, αν επιτρεπόταν να το καταλάβεις ...; μάθε λοιπόν και πίστεψε πώς άγγιξα τα σύνορα του θανάτου και πατώντας στο κατώφλι του παλατιού της Περσεφόνης, επέστρεψα παλεύοντας με όλα τα στοιχεία, στο μέσο της νύχτας είδα τον ήλιο να λάμπει με ζωηρό φώς, έφτασα μπροστά στους θεούς του ουρανού και τους θεούς του άδη και τους προσκύνησα από κοντά: να τι είδα! Το ακούσατε, αλλά δεν μπορείτε να το καταλάβετε, θα σας διηγηθώ λοιπόν μόνο εκείνα που μπορώ να εξηγήσω χωρίς κίνδυνο».

Συμπεράσματα σχετικά με τον «εξωσωματικό» κόσμο

Όσα αναφέρθηκαν σε αυτό το κεφάλαιο σχετικά με τις «εξωσωματικές» εμπειρίες αρκούν για να θέσουν τις σημερινές «μεταθανάτιες» εμπειρίες στη σωστή τους προοπτική. Συνοψίζουμε, λοιπόν, αμέσως παρακάτω τα συμπεράσματά μας:

1.                  Οι «μεταθανάτιες» εμπειρίες είναι, απλά και ξεκάθαρα, «εξωσωματικές» εμπειρίες, πολύ γνωστές ειδικά στην αποκρυφιστική βιβλιογραφία, οι οποίες εκδηλώνονται με αυξανόμενη συχνότητα τα τελευταία χρόνια σε συνηθισμένους ανθρώπους που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τον αποκρυφισμό. Ωστόσο, οι εμπειρίες αυτές στην πραγματικότητα δεν μας παρέχουν σχεδόν καμιά γνώση για το τι συμβαίνει στην ψυχή μετά το θάνατο, εκτός από το ότι όντως επιζεί και διατηρεί την αυτοσυνειδησία της.
2.                  Ο κόσμος στον οποίο εισέρχεται αμέσως η ψυχή όταν αφήνει το σώμα και αρχίζει να χάνει την επαφή με αυτό που γνωρίζουμε ως «υλική πραγματικότητα», είτε μετά το θάνατο είτε κατά τη διάρκεια μίας «εξωσωματικής» εμπειρίας, δεν είναι ούτε ο παράδεισος ούτε η κόλαση, αλλά ένας αόρατος κόσμος πλησίον της γής, γνωστός με διάφορες ονομασίες, όπως το «μεταθανάτιο επίπεδο» ή «επίπεδο Bardo", στη γλώσσα της Θιβετιανής βίβλου των Νεκρών, ο «κόσμος των πνευμάτων», στη γλώσσα του Σβέντενμποργκ και του πνευματισμού, το «αστρικό πεδίο», στη γλώσσα της θεοσοφίας και του μεγαλύτερου μέρους του αποκρυφισμού, το «Πεδίο ΙΙ», στη γλώσσα του Μόνροου ή, στη γλώσσα της Ορθοδοξίας, ο υπο-ουράνιος εναέριος κόσμος όπου κατοικούν τα πεπτωκότα πνεύματα, τα οποία έχουν ως έργο να παραπλανούν τους ανθρώπους με στόχο την αιώνια απώλειά τους. Δεν πρόκειται για τον «άλλο κόσμο» που περιμένει τον άνθρωπο μετά θάνατον, αλλά μόνο για το αόρατο τμήμα αυτού του κόσμου από το οποίο ο άνθρωπος πρέπει να διέλθει ώστε να φτάσει στον πραγματικά «άλλο» κόσμο του παραδείσου ή της κόλασης. Για όσους πραγματικά πεθαίνουν και οδηγούνται από αγγέλους έξω από την επίγεια ζωή, αυτός είναι ο κόσμος όπου η Μερική Κρίση ξεκινά στα εναέρια «τελώνια», όπου τα πονηρά πνεύματα αποκαλύπτουν την αληθινή τους φύση και την εχθρότητα τους προς την ανθρωπότητα, για όλους τους άλλους, είναι ένας κόσμος δαιμονικής πλάνης από αυτά τα ίδια τα πνεύματα.
3.                  Τα όντα με τα οποία οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή στον εναέριο κόσμο είναι πάντοτε, ή σχεδόν πάντοτε, δαίμονες, που είτε εμφανίζονται ύστερα από ανθρώπινη επίκληση μέσω των μέντιουμ ή άλλων αποκρυφιστικών μεθόδων είτε συναντώνται κατά τη διάρκεια «εξωσωματικών» εμπειριών. Αυτά τα όντα δεν είναι άγγελοι, αφού οι άγγελοι κατοικούν στους ουρανούς και μόνο διέρχονται από τον εναέριο κόσμο μόνο ως αγγελιοφόροι του Θεού. Δεν είναι ούτε οι ψυχές των νεκρών, αφού οι ψυχές των νεκρών βρίσκονται σε μία προσωρινή κατάσταση στην οποία προγεύονται τον παράδεισο ή την κόλαση και διέρχονται από τον εναέριο κόσμο μόνον αμέσως μετά το θάνατο, πορευόμενες προς Κρίσης για τις πράξεις του σε τούτη τη ζωή. Ακόμα και οι πλέον μυημένοι στις εξωσωματικές εμπειρίες δεν μπορούν να παραμείνουν σε αυτόν τον κόσμο για πολλή ώρα χωρίς τον κίνδυνο να αποχωρισθούν μονίμως από το σώμα τους, δηλαδή να πεθάνουν και, ακόμα και στην αποκρυφιστική βιβλιογραφία, υπάρχουν ελάχιστες περιγραφές για συναντήσεις αυτών των ανθρώπων μεταξύ τους.
4.                  Ο άνθρωπος δεν πρέπει να εμπιστεύεται τις εμπειρίες που βιώνεις τον εναέριο κόσμο και σίγουρα δεν πρέπει να πιστεύει ότι είναι αυτό που φαίνονται. Ακόμα και όσοι διαθέτουν σταθερές βάσεις στην Ορθόδοξη Χριστιανική διδασκαλία μπορούν εύκολα να εξαπατηθούν από τα πεπτωκότα εναέρια πνεύματα όσον αφορά οιαδήποτε «οράματα» ή «οπτασίες» που είναι πιθανό να τους παρουσιαστούν, όσοι όμως εισέρχονται στον κόσμο αυτό χωρίς καμιά σχετική γνώση και αποδέχονται όσα τους «αποκαλύπτονται» με εμπιστοσύνη δεν είναι τίποτε περισσότερο από αξιοθρήνητα θύματα των πεπτωκότων πνευμάτων.

Ίσως κάποιος  ρωτήσει: Και τι γίνεται με τη «γαλήνη» και την «τέρψη» που φαίνεται ότι αισθάνονται σχεδόν όλοι οι άνθρωποι στην «εξωσωματική» κατάσταση; Και τι είναι το όραμα «φωτός» που τόσο πολλοί βλέπουν; Είναι κι αυτά μόνον πλάνες και τίποτα άλλο;

Υπό μία έννοια, οι παραπάνω εμπειρίες είναι πιθανώς «φυσικές» για την ψυχή όταν αποχωρίζεται το σώμα. Τα υλικά μας σώματα στον μεταπτωτικό κόσμο στον οποίο ζούμε είναι σώματα πόνου, φθοράς και θανάτου. Όταν η  ψυχή αποχωρίζεται το υλικό σώμα, βρίσκεται αμέσως σε μία κατάσταση πιο «φυσική» προς αυτήν, πιο κοντά στην κατάσταση που ο Θεός προορίζει γι' αυτήν, αυτό συμβαίνει επειδή το αναστημένο «πνευματικό σώμα» εντός του οποίου θα κατοικήσει ο άνθρωπος στη Βασιλεία των Ουρανών έχει περισσότερα κοινά στοιχεία με την ψυχή παρά με το γήινο σώμα. Ακόμα και η φύση του σώματος με το οποίο αρχικά δημιουργήθηκε ο Αδάμ ήταν διαφορετική από αυτήν του μεταπτωτικού του σώματος, πιο εκλεπτυσμένη και μη υποκείμενη σε πόνο ή οδύνες.

Υπό αυτήν την έννοια, τα αισθήματα «γαλήνης» και «τέρψης» της εξωσωματικής εμπειρίας μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι γνήσια και δεν αποτελούν πλάνη. Ωστόσο, η πλάνη εισέρχεται τη στιγμή που ο άνθρωπος αρχίζει να ερμηνεύει αυτά τα «φυσικά» αισθήματα ως κάτι «πνευματικό», ωσάν η «ειρήνη» να είναι η πραγματική πνευματική τέρψη που δημιουργεί ο παράδεισος. Αυτός είναι, πράγματι, ο τρόπος με τον οποίο είναι πιθανό να ερμηνεύουν πολλοί άνθρωποι τις «εξωσωματικές» και μεταθανάτιες» εμπειρίες τους, λόγω του ότι στερούνται πραγματικής πνευματικής εμπειρίας και αντίληψης. Το ότι μία τέτοια ερμηνεία είναι λανθασμένη γίνεται φανερό και από το δεδομένο ότι ακόμα και οι πλέον άκαμπτοι άπιστοι αισθάνονται την ίδια τέρψη όταν «πεθαίνουν». Αυτό το διαπιστώσαμε ήδη, όταν σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφερθήκαμε στις περιπτώσεις των Ινδουιστών, ενός αθεϊστή, και ενός ανθρώπου που αυτοκτόνησε. Ένα άλλο εντυπωσιακό παράδειγμα είναι αυτό του αγνωστικιστή Βρετανού μυθιστοριογράφου, Σόμερσετ Μόγκαμ, ο οποίος είχε μία σύντομη εμπειρία «θανάτου» ακριβώς πριν τον πραγματικό του θάνατο σε ηλικία 80 ετών. Κατά τη διάρκεια της εμπειρίας του ο Μόγκαμ είδε πρώτα ένα ολοένα αυξανόμενο φώς και κατόπιν είχε  «την πιο τέλεια αίσθηση απελευθέρωσης», όπως την περιέγραψε με δικά του λόγια. Όμως αυτή ήταν η «φυσική», όπως πολλές άλλες, και καθόλου «πνευματική» εμπειρία ενός ανθρώπου του οποίου η ζωή έσβησε μέσα στην απιστία.

Επομένως, ως εμπειρία αντιληπτή μέσω των αισθήσεων ή «φυσική», θα φαινόταν ότι ο θάνατος είναι όντως τερπνός. Η τερπνότητα αυτή μπορεί να βιωθεί τόσο από κάποιον του οποίου η συνείδηση είναι καθαρή ενώπιον του Θεού, όσο και από κάποιον ο οποίος δεν πιστεύει βαθιά στο Θεό, ή δεν πιστεύει καθόλου στην αιώνια ζωή και συνεπώς δεν έχει συναίσθηση του πως μπορεί αν έχει δυσαρεστήσει το Θεό κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ένας «άσχημος θάνατος» βιώνεται, όπως έχει ορθά δηλώσει ένας συγγραφέας, μόνον από «αυτούς που γνωρίζουν ότι ο Θεός υπάρχει, ωστόσο έχουν ζήσει τις ζωές τους σαν να μην υπήρχε» δηλαδή αυτούς των οποίων η συνείδηση τους βασανίζει και αντισταθμίζει μέσω του πόνου που τους προκαλεί τη φυσική «τερπνότητα» του σωματικού θανάτου. Η διάκριση μεταξύ πιστών και απίστων επιτελείται, λοιπόν, όχι στη στιγμή του ίδιου του θανάτου, αλλά αργότερα, στη Μερική Κρίση. Η «τερπνότητα» του θανάτου μπορεί να είναι πραγματική, αλλά σε καμιά περίπτωση δε συνδέεται αναγκαστικά με την τελική πορεία της ψυχής, η οποία μπορεί κάλλιστα να καταλήξει στον αιώνιο βασανισμό. Τα παραπάνω ισχύουν ακόμα περισσότερο στην περίπτωση του οράματος «φωτός». Αυτό ίσως είναι επίσης κάτι απλώς και μόνο φυσικό, μία αντανάκλαση της αληθινής κατάστασης φωτός για την οποία δημιουργήθηκε ο άνθρωπος. Αλλά ακόμα κι αν είναι έτσι, αποτελεί και πάλι σοβαρό σφάλμα να προσδίδουμε σε αυτήν την εμπειρία το «πνευματικό» νόημα που μονίμως της προσδίδουν οι άπειροι στα πνευματικά θέματα. Πάρα πολλά κείμενα της Ορθόδοξης ασκητικής γραμματείας προειδοποιούν τους ανθρώπους να μην εμπιστεύονται κανένα είδος «φωτός» που μπορεί να τους εμφανιστεί, από τη στιγμή που αρχίσει κάποιος να ερμηνεύει αυτό το φώς ως «άγγελο» ή ακόμα και ως «Χριστό», είναι φανερό ότι έχει ήδη παραπλανηθεί, υφαίνοντας μία «πραγματικότητα» που είναι αποτέλεσμα της φαντασίας του ακόμα και πριν τα πεπτωκότα πνεύματα αρχίσουν το δικό τους έργο παραπλάνησης.

Είναι επίσης «φυσικό» για την ψυχή που βρίσκεται έξω από το σώμα να έχει μία διευρυμένη αντίληψη της πραγματικότητας και να διαθέτει αυτό που σήμερα ονομάζεται «υπεραισθητική αντίληψη» ή ESP. Είναι προφανές δεδομένο, που καταγράφεται τόσο στην Ορθόδοξη γραμματεία όσο και στις σύγχρονες επιστημονικές έρευνες, ότι η ψυχή ακριβώς μετά το «θάνατο» - και πολλές φορές ακριβώς πριν από αυτόν- βλέπει εικόνες που οι παριστάμενοι αδυνατούν να δούν, γνωρίζει ότι κάποιος που βρίσκεται μακριά πεθαίνει κλπ. Μία απεικόνιση αυτής της κατάστασης μπορούμε να δούμε στην εμπειρία που ο Δρ. Μούντυ αποκαλεί «όραση της γνώσης», όταν η ψυχή μοιάζει να δέχεται μία «φώτιση» και  να βλέπει «όλη τη γνώση» μπροστά της. Ο αγ. Βονιφάτιος περιγράφει την εμπειρία που είχε αμέσως μετά το θάνατό του «ο μοναχός του Ουένλοκ» ως εξής: «Ένιωσε ότι μπορούσε να δει και ότι ήταν εντελώς ξύπνιος,  ότι τα μάτια του πριν ήταν καλυμμένα με ένα πυκνό πέπλο και μετά ξαφνικά το πέπλο ανασηκώθηκε και όλα αυτά που πριν ήταν αόρατα, καλυμμένα και άγνωστα τώρα έγιναν ολοφάνερα. Όταν το πέπλο της σάρκας αποβλήθηκε όλο το σύμπαν φάνηκε να εμφανίζεται ταυτόχρονα μπροστά στα μάτια του, έτσι που σε μία ματιά είδε όλα τα μέρη του κόσμου και όλες τις θάλασσες και όλους τους λαούς».

Μερικές ψυχές φαίνεται ότι έχουν μία φυσική ευαισθησία σε παρόμοιες εμπειρίες, ακόμα και όταν εξακολουθούν να βρίσκονται μέσα στο σώμα. Ο αγ. Γρηγόριος ο Μέγας αναφέρει ότι «άλλοτε η ίδια η δύναμη των ψυχών με την λεπτότητα της προορά κάτι» σε αντίθεση με αυτούς που προβλέπουν το μέλλον μέσω θεϊκής αποκάλυψης. Όμως τα άτομα με τέτοιες ικανότητες πέφτουν πάντοτε σε πλάνη όταν αρχίζουν να ερμηνεύουν ή να καλλιεργούν αυτό το ταλέντο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τον κατάλληλο τρόπο μόνο από άτομα μεγάλης αγιότητας και, φυσικά, Ορθόδοξης πίστης. Ο Αμερικανός «ψυχικός» Εντγκαρ Κέυση είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα των παγίδων που ενέχει η «υπερ-αισθητική  αντίληψη»: από τη στιγμή που ανακάλυψε ότι διέθετε το χάρισμα να κάνει ακριβείς ιατρικές διαγνώσεις σε κατάσταση ύπνωσης, άρχισε να εμπιστεύεται όλα τα μηνύματα που ελάμβανε ευρισκόμενος σε αυτήν την κατάσταση και κατέληξε να αυτοχρισθεί προφήτης του μέλλοντος, μερικές φορές με θεαματική αποτυχία, όπως στην πρόβλεψη του κατακλυσμού που θα συνέβαινε - και δε συνέβη- στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ το 1969, παρέχοντας αστρολογικές ερμηνείες, και εντοπίζοντας τις «περασμένες ζωές» ανθρώπων στην «Ατλαντίδα», στην αρχαία Αίγυπτο και αλλού.

Συνεπώς, οι «φυσικές» εμπειρίες της ψυχής στην περίπτωση που έχει κάποια σχετική ειδική ευαισθησία, ή που έχει απομακρυνθεί από το σώμα - είτε πρόκειται για εμπειρίες «γαλήνης» και τέρψης, φωτός, είτε «υπερ-αισθητικής αντίληψης»- αποτελούν μόνον την «πρώτη ύλη» της διευρυμένης συνείδησης, παρέχοντας ωστόσο, όπως και πάλι τονίζουμε, ελάχιστες συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τη μεταθανάτια κατάσταση της ψυχής, και πάρα πολύ συχνά οδηγούν τον άνθρωπο στη διαμόρφωση αναξιόπιστων ερμηνειών για τον «άλλο κόσμο», καθώς επίσης και στην άμεση επαφή με τα πεπτωκότα πνεύματα που κυριαρχούν εκεί. Τέτοιες εμπειρίες ανήκουν όλες στον «αστρικό» κόσμο και δεν ενυπάρχει σε αυτές τίποτε το πνευματικό ή το ουράνιο, ακόμα και όταν η ίδια η εμπειρία είναι πραγματική, οι ερμηνείες που της αποδίδονται είναι αναξιόπιστες.

5.                  Λόγω της ίδιας της φύσης των πραγμάτων, μία πραγματική γνώση του εναέριου κόσμου των πνευμάτων και των όσων αποκαλύπτονται μέσα σε αυτόν δεν μπορεί να αποκτηθεί αποκλειστικά μέσω της εμπειρίας. Η βέβαιη γνώση περί της οποίας καυχησιολογούν όλοι οι κλάδοι του αποκρυφισμού με τη δικαιολογία ότι βασίζεται στην «εμπειρία» είναι ακριβώς το μοιραίο ψεγάδι της όλης απόκρυφης «γνώσης». Αντιθέτως, τέτοιες εμπειρίες, επειδή βιώνονται στον εναέριο κόσμο και συχνά προκαλούνται από δαίμονες με απώτατο σκοπό να παραπλανήσουν και να καταστρέψουν τις ανθρώπινες ψυχές, είναι από αυτήν την ίδια τους τη φύση αδιαχώριστες από την πλάνη, πέραν του δεδομένου ότι ο άνθρωπος, επειδή ο εναέριος κόσμος δεν αποτελεί, όπως ο υλικός κόσμος, το φυσικό του χώρο, δεν μπορεί ποτέ να προσανατολιστεί μέσα σε αυτόν και να είναι σίγουρος για τη γνησιότητά του. Η Βουδιστική διδασκαλία, όπως εκφράζεται στη Θιβετιανή Βίβλο των Νεκρών, είναι ασφαλώς ορθή, όταν αναφέρεται στην απατηλή φύση των εξωτερικών εντυπώσεων του «επιπέδου Bardo", εσφαλμένα όμως συμπεραίνει από αυτό, βασισμένη μόνο στην εμπειρία, ότι δεν υπάρχει καμιά απολύτως αντικειμενική πραγματικότητα πίσω από τέτοιες εξωτερικές εντυπώσεις. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει στ' αλήθεια ποια είναι η πραγματικότητα του αόρατου κόσμου εκτός κι αν η γνώση αυτή του αποκαλυφθεί από μία πηγή που βρίσκεται έξω και πάνω από τον εν λόγω κόσμο.

Η σύγχρονη προσέγγιση του εναέριου κόσμου μέσω προσωπικών και «επιστημονικών» πειραματισμών είναι, για τον ίδιο λόγο, καταδικασμένη να καταλήγει σε παραπλανητικά και απατηλά συμπεράσματα. Σχεδόν όλοι οι σύγχρονοι ερευνητές αποδέχονται ή τουλάχιστον διάκεινται λίαν ευνοϊκώς προς την αποκρυφιστική διδασκαλία σχετικά με τον κόσμο αυτό, για το μοναδικό λόγο ότι βασίζεται στην εμπειρία, η οποία αποτελεί επίσης τη βάση της επιστήμης. Όμως  η «εμπειρία» στον υλικό κόσμο είναι κάτι τελείως διαφορετικό από την «εμπειρία» στον εναέριο κόσμο. Στη μία περίπτωση,  η πρώτη ύλη είναι ηθικά «ουδέτερη» και μπορεί να μελετηθεί αντικειμενικά και το αποτέλεσμα να επαληθευτεί από άλλους, στην άλλη όμως η «πρώτη ύλη» είναι κρυμμένη, εξαιρετικά δύσκολο να κατανοηθεί, και, σε πολλές περιπτώσεις, έχει μία δική της θέληση, θέλει να εξαπατήσει τον παρατηρητή. Γι' αυτόν το λόγο, σοβαροί ερευνητές όπως ο Δρ. Μούντυ, ο Δρ. Κρούκαλλ, οι Δρες Οσις και Χάραλντσον και η Δρ. Κιούμπλερ - Ρός καταλήγουν να χρησιμοποιούνται για τη διάδοση αποκρυφιστικών ιδεών, των «φυσικών» ιδεών που εξάγονται από τη μελέτη του απόκρυφου εναέριου κόσμου. Μόνο η ιδέα ότι υπάρχει μία αποκαλυμμένη αλήθεια υπεράνω πάσης εμπειρίας, ιδέα που σπανίως γίνεται αποδεκτή στις μέρες μας, μπορεί να οδηγήσει στη διαλεύκανση του απόκρυφου εναέριου κόσμου, στην αναγνώριση της αληθινής του φύσης και στη διαμόρφωση μίας διάκρισης μεταξύ του κατώτερου εναέριου κόσμου και του ανώτερου επουράνιου κόσμου.






Κρίναμε αναγκαίο να αφιερώσουμε αυτό το εκτενές κεφάλαιο στις «εξωσωματικές» εμπειρίες προκειμένου να καθορίσουμε με όσο το δυνατόν περισσότερη ακρίβεια τη φύση των εμπειριών που βιώνουν σήμερα πολλοί συνηθισμένοι άνθρωποι, όχι μόνο μέντιουμ και αποκρυφιστές. Στο συμπέρασμα του βιβλίου μας θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε το γιατί τέτοιες εμπειρίες συμβαίνουν τόσο συχνά στη σύγχρονη εποχή. Είναι απολύτως σαφές ότι οι εμπειρίες αυτές είναι αληθινές, και δεν μπορούν να απορριφθούν ως «παραισθήσεις». Είναι, όμως, εξίσου σαφές ότι δεν πρόκειται για «πνευματικές» εμπειρίες, και ότι οι απόπειρες όσων τις έχουν βιώσει να τις ερμηνεύσουν ως τέτοιες, ως εμπειρίες που αποκαλύπτουν  την αληθινή φύση της μετά θάνατον ζωής και την τελική κατάσταση της ψυχής, το μόνο που κάνουν είναι να αυξάνουν τη σύγχυση που διακατέχει τη σύγχρονη ανθρωπότητα όσον αφορά τα πνευματικά θέματα και να αποκαλύπτουν πόσο πολύ μακριά βρίσκεται από τη συνειδητοποίηση της αληθινής πνευματικής γνώσης και εμπειρίας.

Για να διαπιστώσουμε τα όσα μόλις αναφέραμε, θα προχωρήσουμε στην εξέταση διαφόρων περιπτώσεων αληθινών εμπειριών από τον άλλο κόσμο, τον αιώνιο επουράνιο κόσμο που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο μόνο με τη θέληση του Θεού, και που είναι τελείως διαφορετικός από τον εναέριο κόσμο που εξετάσαμε εδώ, ο εναέριος κόσμος αποτελεί τμήμα αυτού του κόσμου ο οποίος κάποτε θα έχει ένα τέλος.

Λίγα λόγια για τη «μετενσάρκωση»

Η ιδέα της μετενσάρκωσης  είναι μία από τις αποκρυφιστικές ιδέες οι οποίες συζητούνται ευρέως σήμερα και μερικές φορές γίνονται αποδεκτές από ανθρώπους με «εξωσωματικές» και «μεταθανάτιες» εμπειρίες, ακόμα και από κάποιους επιστήμονες. Σύμφωνα με την ιδέα αυτή, η ψυχή μετά το θάνατο δεν υφίσταται τη Μερική Κρίση ώστε να προγευτεί κατόπιν τον παράδεισο ή την κόλαση αναμένοντας την ανάσταση του σώματος και την Τελική Κρίση, αλλά, προφανώς μετά από μία περισσότερο ή λιγότερο μακρά παραμονή στο «αστρικό πεδίο», επιστρέφει στη γή και καταλαμβάνει ένα νέο σώμα, είτε κάποιου ζώου είτε κάποιου άλλου ανθρώπου.

Πρόκειται για μία ιδέα που ήταν πολύ διαδεδομένη στην παγανιστική αρχαιότητα της Δύσης, πριν αντικατασταθεί από τις ιδέες του Χριστιανισμού, όμως η εξάπλωσή της στην  εποχή μας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επιρροή του Ινδουισμού και του Βουδισμού, θρησκειών οι οποίες γενικώς την αποδέχονται. Σήμερα η ιδέα της μετενσάρκωσης είναι συνήθως «εξανθρωπισμένη», αφού οι άνθρωποι υποθέτουν ότι στις «προηγούμενες ζωές» τους ήταν και πάλι άνθρωποι, ενώ η πιο διαδεδομένη άποψη, τόσο μεταξύ αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων όσο και μεταξύ Ινδουιστών και Βουδιστών, είναι ότι το να καταφέρει ο άνθρωπος να «ενσαρκωθεί» ξανά σε άνθρωπο αποτελεί μάλλον σπάνιο φαινόμενο και ότι οι περισσότερες σημερινές περιπτώσεις αφορούν «ενσαρκώσεις» σε ζώα, έντομα, ακόμα και φυτά.

Οι οπαδοί της μετενσάρκωσης υποστηρίζουν ότι μπορεί να ερμηνεύσει όλες τις «αδικίες» που κατακλύζουν την επίγεια ζωή, καθώς και τις φαινομενικά ανεξήγητες φοβίες: το να γεννηθεί κάποιος τυφλός ή φτωχός, αποτελεί δίκαιη ανταμοιβή για τις πράξεις του σε κάποια «προηγούμενη» ζωή ή, όπως πιστεύουν οι Ινδουιστές και οι Βουδιστές, οφείλεται στο «κακό του κάρμα», εάν κάποιος φοβάται το νερό, είναι επειδή έχει πνιγεί σε μία «προηγούμενη ύπαρξη».

Οι πιστοί της μετενσάρκωσης δε διαθέτουν κάποια ιδιαίτερη φιλοσοφία που να ασχολείται ενδελεχώς με το θέμα της προέλευσης και του προορισμού της ψυχής, ούτε κάποιες πειστικές αποδείξεις που να υποστηρίζουν τη θεωρία τους, τα κύρια, αλλά επιφανειακά στοιχεία, που την καθιστούν θελκτική ως θεωρία, είναι ότι φαίνεται να αποδίδει «δικαιοσύνη» στη γή, ότι εξηγεί κάποιες ανεξήγητες ψυχικές καταστάσεις και ότι παρέχει κάποια εικονική «αθανασία» σε όσους δεν αποδέχονται αυτήν την αθανασία έτσι όπως τη διδάσκει ο Χριστιανισμός.

Με μία βαθύτερη ανάλυση, όμως, γίνεται φανερό ότι η  θεωρία της μετενσάρκωσης δεν παρέχει καμιά απολύτως πραγματική εξήγηση για τις υπάρχουσες αδικίες: εάν κάποιος βασανίζεται σε αυτήν τη ζωή για αδικίες και λάθη που διέπραξε σε μία άλλη ζωή, την οποία δεν μπορεί να θυμηθεί και για την οποία - στην περίπτωση που στην «προηγούμενη» ζωή του ήταν ζώο- δεν μπορεί ούτε καν να θεωρηθεί υπεύθυνος, και εάν - σύμφωνα με τη Βουδιστική διδασκαλία - δεν υπάρχει ούτε καν «εαυτός», ο οποίος να επιζεί από τη μία «ενσάρκωση» στην άλλη, και τα περασμένα λάθη κάποιου ήταν στην κυριολεξία τα λάθη κάποιου άλλου, τότε δεν υπάρχει καμιά απολύτως αναγνωρίσιμη δικαιοσύνη, παρά μόνο μία τυφλή δυστυχία εξαιτίας κακών πράξεων που η προέλευσή τους δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί. Η χριστιανική διδασκαλία περί της πτώσης του Αδάμ, που είναι πηγή των δεινών όλου του κόσμου, παρέχει μία πολύ καλύτερη εξήγηση για τις αδικίες στον κόσμο αυτό, και η Χριστιανική αποκάλυψη της τέλειας δικαιοσύνης τους Θεού που συνίσταται στην κρίση Του για τους ανθρώπους με στόχο την αιώνια ζωή στον παράδεισο ή στην κόλαση καθιστά άσκοπη και ευτελή την ιδέα της επίτευξης «δικαιοσύνης» μέσω διαδοχικών «ενσαρκώσεων» στο γήινο κόσμο.

Τις τελευταίες δεκαετίες η ιδέα της μετενσάρκωσης έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής στο Δυτικό κόσμο, και υπάρχουν πολυάριθμες περιπτώσεις που υπαινίσσονται την «ενθύμηση» «περασμένων ζωών», πολλοί άνθρωποι επίσης επιστρέφουν από «εξωσωματικές» εμπειρίες πιστεύοντας ότι υποδηλώνουν ή εγχέουν την ιδέα της μετενσάρκωσης. Πώς πρέπει να ερμηνεύσουμε αυτές τις περιπτώσεις;

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ελάχιστες προσφέρουν κάτι περισσότερο από μία ασαφή και συμπτωματική «απόδειξη», και θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν αποκύημα απλής φαντασίας: για παράδειγμα, κάποιο παιδί γεννιέται με ένα σημάδι στο λαιμό του, και στη συνέχεια «θυμάται» ότι στην «προηγούμενη ζωή» του είχε πεθάνει από πέσιμο, και άλλα παρόμοια. Η φυσική ανθρώπινη ροπή προς τη φαντασία καθιστά τέτοιες περιπτώσεις μη ικανές να θεωρηθούν ως «απόδειξη» της μετενσάρκωσης.

Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, τέτοιες «προηγούμενες ζωές» ανακαλύπτονται μέσω μίας τεχνικής ύπνωσης γνωστής ως «ανάδρομης ύπνωσης», η οποία συχνά δίνει εντυπωσιακά αποτελέσματα όσον αφορά την ανάκληση γεγονότων που έχουν λησμονηθεί προ πολλού από το συνειδητό, γεγονότα που ανάγονται ακόμα και στη βρεφική ηλικία. Ο υπνωτιστής φέρνει ένα άτομο «πίσω» στη βρεφική του ηλικία, και κατόπιν το ρωτά: «Και τι συνέβη πριν από αυτό; Συχνά, σε τέτοιες περιπτώσεις, το άτομο «θυμάται» το «θάνατό» του ή ακόμα και μία εντελώς διαφορετική ζωή, πώς πρέπει λοιπόν να ερμηνεύσουμε αυτές τις αναμνήσεις;

Οι καλά εκπαιδευμένοι υπνωτιστές παραδέχονται οι ίδιοι τις παγίδες της «ανάδρομης ύπνωσης». Ο Δρ. Αρθουρ Χιέϊστινγκς από την Καλιφόρνια των ΗΠΑ, ειδικός στην ψυχολογία της επικοινωνίας, παρατηρεί ότι «αυτό που ολοφάνερα συμβαίνει σε κατάσταση ύπνωσης είναι ότι ο υπνωτισμένος αποδέχεται εξαιρετικά εύκολα οποιεσδήποτε διακριτικά διατυπωμένες, μη λεκτικές, καθώς και λεκτικές προτάσεις του υπνωτιστή  που απευθύνονται στο ασυνείδητό του και είναι εξαιρετικά ενδοτικός σε αυτές. Εάν του ζητήσεις να πάει σε μία περασμένη ζωή, και δεν έχει περασμένη ζωή, θα επινοήσει μία για χάρη σου! Εάν του υποβάλεις της ιδέα ότι  είδε ένα UFO, θα έχει δεί ένα UFO». Ο Δρ. Λάρυ Γκάρετ, υπνωτιστής που εργάζεται στο Σικάγο και έχει ο ίδιος πραγματοποιήσει περίπου 500 αναδρομές μέσω ύπνωσης, σημειώνει ότι αυτές οι αναδρομές είναι συχνά ανακριβείς ακόμα και στην περίπτωση της ενθύμησης κάποιου περασμένου γεγονότος αυτής της ζωής: «πολλές φορές οι άνθρωποι κατασκευάζουν γεγονότα από ευσεβείς πόθους, φαντασιώσεις, όνειρα και άλλα παρόμοια ...; Ο καθένας που ασχολείται με την ύπνωση και κάνει οποιοδήποτε είδος αναδρομής θα διαπιστώσει ότι πολλές φορές οι άνθρωποι διαθέτουν μία τέτοια ζωηρή φαντασία, που κάθονται εκεί και επινοούν ότι μπορεί κανείς να φανταστεί μόνο και μόνο για να ευχαριστήσουν τον υπνωτιστή».

Ένας άλλος ερευνητής του θέματος γράφει: «αυτή η μέθοδος είναι παρακινδυνευμένη για πολλούς λόγους, σημαντικότερος εκ των οποίων είναι η τάση του ασυνείδητου να δημιουργεί υπερβολικές φαντασιώσεις κατά την ύπνωση. Αυτό που έρχεται στην επιφάνεια κατά την ύπνωση. Αυτό που έρχεται στην επιφάνεια κατά την ύπνωση ίσως στην πραγματικότητα να είναι ένα όνειρο του είδους της προηγούμενης ζωής που ο υπνωτισμένος θα επιθυμούσε να είχε ζήσει ή που πιστεύει, εσφαλμένα ή ορθά, ότι όντως έζησε ...; Σε ένα σχετικό πείραμα, ένας ψυχολόγος έδωσε οδηγία σε αρκετούς υπνωτισμένους να θυμηθούν μία προηγούμενη ύπαρξή τους, και το έκαναν όλοι, χωρίς εξαίρεση. Μερικές από τις αναφορές αυτών των ατόμων ήταν γεμάτες με ζωντανές λεπτομέρειες και έμοιαζαν πειστικές ...;, ωστόσο, όταν ο ψυχολόγος τους υπνώτισε εκ νέου, ήταν ικανοί, σε κατάσταση ύπνωσης, να εντοπίσουν την προέλευση κάθε στοιχείου της αναφερθείσας προηγούμενης ύπαρξής τους σε κάποια συνηθισμένη πηγή - κάποιο άτομο που είχαν γνωρίσει στην παιδική τους ηλικία, σκηνές από μυθιστορήματα που είχαν διαβάσει ή από ταινίες που είχαν δει χρόνια πριν, και ούτω καθεξής».



Τι συμβαίνει όμως με τις περιπτώσεις , που τελευταία έχουν αποκτήσει μεγάλη δημοσιότητα, κατά τις οποίες υπάρχει «αντικειμενική απόδειξη» για την «προηγούμενη ζωή» κάποιου - όταν ένα άτομο «θυμάται» λεπτομερώς στοιχεία σχετικά με τόπους και ημερομηνίες που δεν είναι δυνατόν να γνώριζε από μόνο του, στοιχεία που, όμως, μπορούν να επιβεβαιωθούν από ιστορικά επίσημα έγγραφα;

Τέτοιες περιπτώσεις φαίνονται πολύ πειστικές σε όσους ήδη τείνουν να πιστεύουν στη μετενσάρκωση, όμως αυτό το είδος «απόδειξης» δε διαφέρει από τις συνηθισμένες πληροφορίες που παρέχονται από τα «πνεύματα» στις πνευματιστικές συγκεντρώσεις, οι οποίες επίσης μπορούν να διακρίνονται από εντυπωσιακή ακρίβεια, και δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι προέρχονται από διαφορετική πηγή. Αφού τα «πνεύματα» των πνευματιστικών συγκεντρώσεων είναι ολοφάνερα δαίμονες, τότε επίσης οι δαίμονες μπορούν να παρέχουν τις πληροφορίες για τις «προηγούμενες ζωές» κάποιου. Ο σκοπός και στις δυό περιπτώσεις είναι ο ίδιος: να προκαλέσουν σύγχυση στους ανθρώπους μέσω μίας θεαματικής επίδειξης δήθεν «υπερφυσικής» γνώσης, και έτσι να τους παραπλανήσουν όσον αφορά την αληθινή φύση της  μετά θάνατον ζωής και να τους στερήσουν την κατάλληλη πνευματική προετοιμασία για τη ζωή αυτή.

Ακόμα και οι αποκρυφιστές που σε γενικές γραμμές διατίθενται ευνοϊκώς απέναντι στην ιδέα της μετενσάρκωσης παραδέχονται ότι η «απόδειξη» για τη μετανσάρκωση επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Η Σούζυ Σμίθ, μία Αμερικανίδα εκλαϊκεύτρια των αποκρυφιστικών ιδεών, πιστεύει ότι «τα περισσότερα αναφερόμενα περιστατικά που παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία για τη μετενσάρκωση είναι πιθανόν να αποτελούν περιπτώσεις κατοχής». « Η κατοχή», σύμφωνα με αυτούς τους αποκρυφιστές, επέρχεται όταν ένα «νεκρό» άτομο καταλαμβάνει το σώμα ενός ζωντανού ατόμου, τότε η προσωπικότητα του και αυτή η ίδια η ταυτότητά του ως ατόμου φαίνονται να αλλάζουν, προκαλώντας έτσι την εντύπωση ότι έχει κυριευθεί από τα χαρακτηριστικά της «προηγούμενης ζωής» του. Τα όντα αυτά που «καταλαμβάνουν» τους ανθρώπους είναι, φυσικά, δαίμονες, όσο καλά κι αν μπορούν να μεταμφιέζονται ως ψυχές των νεκρών. Μάλιστα, το πού γνωστό πρόσφατο βιβλίο του Δρος Ιαν Στήβενσον φαίνεται ότι αποτελεί μία συλλογή περιπτώσεων τέτοιας «κατοχής».

Η πρωτοχριστιανική Εκκλησία πολέμησε την ιδέα της μετενσάρκωσης, η οποία εισήλθε στο χριστιανικό κόσμο μέσα από Ανατολικές διδασκαλίες όπως αυτές των Μανιχαίων. Η λανθασμένη διδασκαλία του Ωριγένη σχετικά με την «προ-ύπαρξη των ψυχών» ήταν στενά συνδεδεμένη με αυτές τις διδασκαλίες, και κατά την Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 553 μ.Χ. καταδικάστηκε σθεναρά και οι οπαδοί της αναθεματίστηκαν. Υπάρχουν πολλές μεμονωμένες περιπτώσεις Πατέρων της Εκκλησίας οι οποίοι έγραψαν κατά της διδασκαλίας αυτής, κυρίως ο αγ. Αμβρόσιος Μεδιολάνων στη Δύση, ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης στην Ανατολή , και άλλοι.




Για τον σημερινό Ορθόδοξο Χριστιανό ο οποίος δελεάζεται από την ιδέα της μετενσάρκωσης, η διερωτάται σχετικά με την υποτιθέμενη «απόδειξή» της, ίσως είναι αρκετό να παραθέσουμε τρία βασικά Χριστιανικά δόγματα, η προσεκτική εξέταση των οποίων αναιρεί τελειωτικά κι αυτήν ακόμα τη δυνατότητα μετενσάρκωσης:

1.                  Η ανάσταση του σώματος. Ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς μέσα στο ίδιο σώμα το οποίο είχε πεθάνει με τον ίδιο θάνατο που πεθαίνουν όλοι οι άνθρωποι, και αποτέλεσε το πρώτο παράδειγμα για όλους τους ανθρώπους, των οποίων τα σώματα επίσης θα αναστηθούν την τελευταία ημέρα και θα επανενωθούν με τις ψυχές τους, έτσι ώστε να ζήσουν αιώνια στην κόλαση ή στον παράδεισο, σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση του Θεού για τη ζωή τους πάνω στη γή. Αυτό το αναστημένο σώμα, όπως και το σώμα του ίδιου του Χριστού, θα διαφέρει από το γήινο σώμα μας, αφού θα είναι πιο εκλεπτυσμένο και θα προσιδιάζει περισσότερο στην αγγελική φύση, χωρίς την οποία δε θα μπορούσε να κατοικήσει στη Βασιλεία των Ουρανών, όπου δεν υπάρχει θάνατος ούτε φθορά, θα εξακολουθεί όμως να είναι το ίδιο σώμα, που ο Θεός θαυματουργά θα έχει ανακαινίσει ώστε να είναι κατάλληλο για την αιώνια ζωή, όπως ο προφήτης Ιεζεκιήλ είδε στο όραμα των γυμνών και ξηρών οστών: «Ο Κύριος έθεσε το χέρι του επάνω μου και διά του Πνεύματός του με έβγαλε και με έθεσεν ωσάν εν μέσω μιας πεδιάδος. Αυτή δε η πεδιάς ήτο γεμάτη από ανθρώπινα οστά. Ο Κύριος με περιέφερεν ολόγυρα από τα οστά αυτά και ιδού, είδα ότι αυτά ήσαν πάρα πολλά εις όλης εκείνην την πεδιάδα, ξηρά δε πολύ. Ο Κύριος είπε προς εμέ: υιέ ανθρώπου, είναι δυνατόν να αποκτήσουν ζωήν τα οστά αυτά; Και εγώ είπα: Κύριε Κύριε, σύ γνωρίζεις τι μπορεί να συμβεί με αυτά. Ο Κύριος μου είπες: Προφήτευσε δια τα οστά αυτά και ειπέ τα εξής: τα οστά τα ξηρά ακούσατε τον λόγον του Κυρίου. Αυτά λέγει ο Κύριος εις αυτά τα ξηρά οστά, ιδού, εγώ φέρω εις σας πνεύμα ζωής, θα δώσω εις σας νεύρα, θα σας καλύψω με σάρκας, θα απλώσω επάνω εις σας δέρμα και θα δώσω το Πνεύμα μου εις σας. Θα αποκτήσετε ζωήν και θα ζήσετε. Ετσι δε θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Εγώ επροφήτευσα σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Όταν εγώ επροφήτευσα ιδού, έγινε σεισμός, ο οποίος έφερε τα οστά το καθένα εις την φυσικήν του θέσιν και το ενηρμόνισε προς τα άλλα οστά, ώστε να αποτελεσθούν ολόκληροι σκελετοί. Και με κατάπληξίν μου είδος και ιδού, ότι εφύτρωσαν επάνω εις αυτά νεύρα και σάρκες. Επάνω δε εις τα ς σάρκας και τα νεύρα, ηπλώθη δέρμα αλλά πνοή ζωής δεν υπήρχε ακόμη εις αυτά τα σώματα. Ο Κύριος είπε τότε προς εμέ «προφήτευσον προς το Πνεύμα, υιέ ανθρώπου, προφήτευσε και ειπέ εις το ζωογόνον Πνεύμα, αυτά λέγει ο Κύριος, από τους τέσσαρας ανέμου, από όλα τα σημεία του ορίζοντος, σύ Πνεύμα, πανταχού παρόν, έλα εδώ και εμφύσησε εις τα νεκρά αυτά σώματα, δια να λάβουν ζωήν και ζήσουν». Επροφήτευσα, όπως ο Κύριος με διέταξε, και εισήλθε πράγματι εις αυτά το Πνεύμα της ζωής και έζησαν και εστάθησαν όρθια επάνω εις τους πόδας των, λαός πάρα πολύς. Ο Κύριος ωμίλησε πάλιν προς εμέ και είπεν «υιέ ανθρώπου, αυτά τα οστά υποδηλώνουν τον ισραηλιτικόν λαόν, διότι οι Ισραηλίται λέγουν, ο καθένας διά τον εαυτόν του και δι' ολόκληρος τον λαόν, ότι τα οστά  μας έγιναν κατάξηρα, εχάθη πλέον κάθε  ελπίς δι' ημάς, έχομεν οριστικώς χαθή. Διά τούτο προφήτευσε και ειπέ προς αυτούς, αυτά λέγει ο Κύριος: Ιδού εγώ θα ανοίξω τους τάφους σας και θα σας βγάλω μέσα από τα μνήματά σας και θα σας επαναφέρω εις την χώραν του Ισραήλ. Και τότε θα μάθετε ότι εγώ είναι ο Κύριος, όταν θα ανοίξω τους τάφους σας και θα βγάλω τον λαόν μου μέσα από τα μνήματά του. Θα σας δώσω το ζωοποιόν μου Πνεύμα, θα αναστηθήτε και θα αποκτήσετε ζωήν. Θα σας εγκαταστήσω εις την χώραν σας και θα μάθετε, ότι εγώ είμι ο Κύριος. Εγώ ωμίλησα και θα πραγματοποιήσω αυτά που είπα, λέγει ο Κύριος (Ιεζεκιήλ ΛΖ' 1-14). Στον παράδεισο οι σεσωσμένοι θα αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον. Συνεπώς το σώμα συνιστά αναπαλλοτρίωτο τμήμα του όλου ανθρώπου ο οποίος θα ζεί για πάντα, και η ιδέα των πολλών σωμάτων που ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο αρνείται την ίδια τη φύση της Ουράνιας Βασιλείας που ο Θεός έχει ετοιμάσει για εκείνους που Τον αγαπούν.
2.                  Η λύτρωσή μας από τον Ιησού Χριστό. Ο Θεός ενσαρκώθηκε, και μέσα από τη ζωή Του, το μαρτύριό Του, και το θάνατό Του πάνω στο Σταυρό μας λύτρωσε από την εξουσία της αμαρτίας και του θανάτου. Μέσα στην Εκκλησία Του βρίσκουμε τη σωτηρία μας και προγευόμαστε την Ουράνια Βασιλεία, χωρίς να οφείλουμε «τέλη» για τις προηγούμενες παραβάσεις μας. Σύμφωνα όμως με την ιδέα της μετενσάρκωσης, ο άνθρωπος κερδίζει τη σωτηρία μόνον αφού ζήσει πολλές ζωές μέσα από τις οποίες θα επανορθώσει πλήρως τις συνέπειες των αμαρτιών του. Αυτός είναι ο ψυχρός και θλιβερός νομικισμός των παγανιστικών θρησκειών, ο οποίος καταργήθηκε ολοκληρωτικά με τη Σταυρική θυσία του Χριστού, ο ληστής στα δεξιά Του κέρδισε τη σωτηρία σε μία στιγμή χάρη στην πίστη του στον Υιό του Θεού, αφού το «κακό κάρμα» των αμαρτιών του εξαλείφθηκε με τη Θεία Χάρη.
3.                  Η Κρίση. «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις», (οι άνθρωποι, μία φορά πεθαίνουν και ύστερα έρχεται κρίσις). Η ανθρώπινη ζωή είναι μία μοναδική, καθορισμένη περίοδος δοκιμασίας, μετά από την οποία δεν υπάρχει «δεύτερη ευκαιρία» αλλά μόνο η κρίση του Θεού - δίκαιη αλλά και φιλεύσπλαχνη - για τον άνθρωπο, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ψυχή του όταν η ζωή του τερματιστεί.

Στα παραπάνω τρία δόγματα η Χριστιανική αποκάλυψη είναι απολύτως ακριβής και συγκεκριμένη, σε αντίθεση με τις παγανιστικές θρησκείες οι οποίες δε δέχονται ούτε την ανάσταση ούτε τη σωτηρία, και είναι ασαφείς στο θέμα της κρίσης και της μελλοντικής ζωής. Η μόνη απάντηση σε όλες τις υποτιθέμενες εμπειρίες ή ενθυμήσεις «προηγούμενων ζωών» είναι ακριβώς η σαφής και καθορισμένη Χριστιανική διδασκαλία σχετικά με τη φύση της ανθρώπινης ζωής και τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπων.





Αληθινές Χριστιανικές εμπειρίες Παραδείσου
Πού «βρίσκονται» ο Παράδεισος και η Κόλαση

Όπως είδαμε έως τώρα, μέσα από πολυάριθμες αναφορές σε Πατερικά κείμενα και Βίους Αγίων, η ψυχή μετά το θάνατο εισέρχεται αμέσως στον υπο-ουράνιο εναέριο κόσμο, τα χαρακτηριστικά του οποίου εξετάσαμε λεπτομερώς. Είδαμε επίσης ότι η πορεία της ψυχής διαμέσου αυτού του εναέριου κόσμου, εφόσον το σώμα έχει πραγματικά πεθάνει και η σχέση της ψυχής με οτιδήποτε επίγειο έχει παύσει, περιγράφεται ως μία άνοδος μέσα από τα τελώνια, όπου ξεκινά η Μερική Κρίση η οποία έχει σκοπό να καθορίσει την καταλληλότητα ή μη της ψυχής για να κατοικήσει στον παράδεισο. Οι ψυχές που έχουν καταδικαστεί λόγω αμετανοησίας για τις αμαρτίες τους καταποντίζονται από τα πεπτωκότα πνεύματα στην κόλαση, ενώ εκείνες που τελικά υπερνικούν τις δοκιμασίες των τελωνίων ανέρχονται ανεμπόδιστα, οδηγούμενες από αγγέλους, στον παράδεισο.

Τι είναι όμως αυτός ο παράδεισος; Πού βρίσκεται; Είναι κάποιος τόπος; Είναι «επάνω»;

Οπως και για όλα τα θέματα που αφορούν τη μετά θάνατον ζωή, δεν θα πρέπει να διατυπώνουμε τέτοια ερωτήματα από απλή περιέργεια, αλλά αποκλειστικά με σκοπό να κατανοήσουμε πληρέστερα τη σχετική διδασκαλία την οποία η Εκκλησία μας έχει κληροδοτήσει και να αποφύγουμε τη σύγχυση που μπορούν να προκαλέσουν ακόμα και στους Ορθόδοξους Χριστιανούς οι σύγχρονες ιδέες και μερικές ψυχικές εμπειρίες.

Το θέμα του «χωρικού εντοπισμού» του παραδείσου και της κόλασης είναι ένα ευρύτατα παρανοημένο θέμα στη σύγχρονη εποχή. Αρκετά χρόνια πριν ο Σοβιετικός δικτάτορας Κρούστσεφ χλεύαζε τους θρησκευόμενους ανθρώπους που πίστευαν ακόμα στον παράδεισο - είχε στείλει «κοσμοναύτες» στο διάστημα και δεν τον είχαν δεί!

Κανείς σκεπτόμενος χριστιανός, βεβαίως, δεν πιστεύει στην αθεϊστική γελοιογραφία ενός παραδείσου που βρίσκεται «στον ουρανό» παρότι μερικοί αφελείς Προτεστάντες τοποθετούν τον παράδεισο σε κάποιο μακρινό γαλαξία ή αστερισμό, όλη η ορατή δημιουργίαείναι πεπτωκυία και διεφθαρμένη και δεν υπάρχει κανένας τόπος οπουδήποτε εντός αυτής για τον αόρατο παράδεισο του Θεού, ο οποίος συνιστά πνευματική και όχι υλική πραγματικότητα. Αλλά και πολλοί χριστιανοί, προκειμένου να αποφύγουν τον εμπαιγμό των άπιστων και να προλάβουν ακόμα και την παραμικρή κηλίδα οιασδήποτε υλιστικής αντίληψης, καταφεύγουν στο αντίθετο άκρο και δηλώνουν ότι ο παράδεισος δε βρίσκεται «πουθενά». Στο χώρο των Ρωμαιοκαθολικών και των Προτεσταντών υπάρχουν κάποια απολογητικά έργα τα οποία προσεγγίζουν διανοητικά το θέμα του παραδείσου και της κόλασης και διακηρύσσουν ότι ο παράδεισος είναι «κατάσταση, όχι τόπος», ότι το «πάνω» είναι καθαρή μεταφορά, ότι η Ανάληψη του Χριστού «Τους ωδήγησε δε έξω έως την Βηθανίαν και αφού εσήκωσε τα χέρια του τους ευλόγησε. Και ενώ τους ευλογούσε, αποχωρίσθηκε απ' αυτούς και εφέρετο επάνω εις τον ουρανόν», «Όταν είπε αυτά, εσηκώθηκε εις τον αέρα, ενώ εκείνοι τον εκοιτούσαν, και ένα σύννεφο τον απέκρυψε από τα μάτια τους. Και καθώς εκοιτούσαν με προσοχήν προς τον ουρανόν, ενώ αυτός ανυψώνετο, αίφνης δύο άνδρες με ενδύματα λευκά εστάθηκαν κοντά τους και τους είπαν, Ανδρες Γαλιλαίοι, γιατί στέκεσθε και κοιτάζετε εις τον ουρανόν; Αυτός ο Ιησούς που ανελήφθη από σας εις τον ουρανόν, θα έλθη κατά τον ίδιο τρόπο όπως τον είδατε να ανεβαίνει εις τον ουρανόν»- δεν ήταν στην πραγματικότητα «ανάληψη» αλλά μόνον αλλαγή κατάστασης. Το αποτέλεσμα τέτοιων απολογητικών έργων είναι να παρουσιάζεται ο παράδεισος και η κόλαση ως πολύ ακαθόριστες και συγκεχυμένες έννοιες, και η αίσθηση της πραγματικής τους υπόστασης βαθμιαία να εξασθενεί, με καταστροφικά αποτελέσματα για τη χριστιανική ζωή, αφού αυτές ακριβώς είναι οι πραγματικότητες προς τις οποίες κατευθύνεται όλη η επίγεια ζωή μας.

Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, όλα αυτά τα απολογητικά έργα βασίζονται στη λανθασμένη αντίληψη του σύγχρονου φιλόσοφου Ντεκάρτ ότι οτιδήποτε μη υλικό είναι «αμιγές πνεύμα» και δεν περιορίζεται από χρόνο και χώρο. Η Ορθόδοξη Εκκλησίαδε διδάσκει κάτι τέτοιο. Ο Επίσκοπος Ιγνάτιος γράφει: «η φαντασίωση του Ντεκάρτ για τη μη εξάρτηση των πνευμάτωναπό το χώρο και το χρόνο είναι ένας αναμφισβήτητος παραλογισμός. Οτιδήποτε περιορισμένο εξαρτάται αναγκαστικά από το χώρο». Τα πολυάριθμα χωρία από λειτουργικά βιβλία και έργα Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας που παραθέσαμε πιο πάνω ορίζουν απολύτως ικανοποιητικά τό που βρίσκονται ο παράδεισος και η κόλαση... Η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει με ευκρίνεια ότι ο παράδεισος βρίσκεται στους ουρανούς και η κόλαση στα έγκατα της γής». Εδώ θα υποδείξουμε μόνο το πώς πρέπει να ερμηνευτεί αυτή η διδασκαλία.

Αληθεύει ασφαλώς, όπως υποδεικνύουν τα πολυάριθμα χωρία που παραθέτει ο Επίσκοπος Ιγνάτιος, ότι όλες οι Ορθόδοξες πηγές - η Αγία Γραφή, οι θείες λειτουργίες, οι Βίοι Αγίων, τα γραπτά των αγίων Πατέρων - τοποθετούν τον παράδεισο και τους ουρανούς «επάνω» και την κόλαση «κάτω» από τη γή. Αληθεύει επίσης ότι αφού οι άγγελοι και οιψυχές περιορίζονται στο χώρο - όπως είδαμε στο κεφάλαιο για την «Ορθόδοξη διδασκαλία περί των Αγγέλων» - πρέπει πάντα να βρίσκονται σε έναν καθορισμένο τόπο - είτε στον ουρανό ειτε στην κόλαση είτε στη γή. Εχουμε ήδη παραθέσει σχετικό απόσπασμα από τη διδασκαλία του αγ. Ιωάννη του Δαμασκηνού το οποίο δηλώνει ότι «οι άγγελοι είναι περιγραπτοί, όταν βρίσκονται στον ουρανό, δε βρίσκονται στη γή και όταν στέλνονται από το Θεό στη γή, δε μένουν στον ουρανό» και το οποίο δεν είναι παρά η ίδια διδισκαλία περί αγγέλων που δίδαξαν πρωτύτερα ο αγ. Βασίλειος ο Μέγας, ο αγ. Γρηγόριος ο Διάλογος και βεβαίως όλοι οι Ορθόδοξοι Πατέρες.

Ο παράδεισος, επομένως, είναι σίγουρα τόπος, και είναι σίγουρα επάνω από οποιοδήποτε σημείο της γής, όπως και η κόλαση είναι σίγουρα κάτω, στα έγκατα της γής, όμως οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να δούν αυτούς τους τόπους μέχρι να ανοιχθούν οι πνευματικοί τους οφθαλμοί, όπως είδαμε προηγουμένως στα αναφερόμενα για τον εναέριο κόσμο. Επιπλέον, αυτοί οι τόποι δε βρίσκονται μέσα στις «συντεταγμένες» του δικού μας χωρο-χρονικού συστήματος: ένα αεροπλάνο δεν μπορεί να περάσει «αόρατα» μέσα από τον παράδεισο, ούτε ένας γήινος δορυφόρος μέσα από τον τρίτο ουρανό, ούτε ασφαλώς μπορεί κανείς σκάβοντας με τρυπάνι βαθιά στη γή να φτάσει έως τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση αναμένοντας την Τελική Κρίση. Δεν είναι εκεί, αλλά σε ένα διαφορετικό είδος χώρου που ξεκινά ακριβώς από δώ αλλά «εκτίνεται» προς μία διαφορετική κατεύθυνση.

Υπάρχουν ενδείξεις, ή τουλάχιστον κάποια στοιχεία, που υποδηλώνουν αυτήν την άλλου είδους πραγματικότητα ακόμα και στην καθημερινή εμπειρία, στο γήινο κόσμο μας. Για παράδειγμα, η ύπαρξη ηφαιστείων και τεράστιας θερμότητας στο κέντρο της γής θεωρείται από πολλούς αγίους και Πατέρες ως άμεση ένδειξη περί της ύπαρξης κόλασης μέσα στα έγκατα του πλανήτη μας. Φυσικά, η κόλαση  δεν είναι «υλική» με την έννοια της υλικής λάβας που ξεπηδά κάτω από το φλοιό της γης κατευθυνόμενη προς τα πάνω, όμως φαίνεται ότι όντως υπάρχει ένα είδος  αλληλοεπικάλυψης των δυό πραγματικοτήτων - μία «αλληλοεπικάλυψη» που μπορεί να γίνει αντιληπτή στην ίδια τη φύση του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός, κάτω από ορισμένες συνθήκες ή με το θέλημα του Θεού, να κατανοήσει και τα δυό είδη πραγματικότητας ακόμα και στην επίγεια ζωή. Οι ίδιοι οι σύγχρονοι επιστήμονες παραδέχονται τελικά ότι δεν είναι πλέον σίγουροι για την απώτερη φύση και τα απώτερα όρια της ύλης, ούτε για το πού αυτή η ύλη παύει να υπάρχει και ξεκινά η «ψυχική» πραγματικότητα.

Πολυάριθμα περιστατικά στους Βίους Αγίων δείχνουν το πώς αυτό το άλλο είδος χώρου εισέρχεται στο «φυσιολογικό» χώρο του κόσμου τούτου. Συχνά, για παράδειγμα, η ψυχή ενός ανθρώπου που μόλις έχει πεθάνει θεάται να ανέρχεται στους ουρανούς, όπως όταν ο αγ. Βενέδικτος είδε την ψυχή του αγ. Γερμανού, επισκόπου Καπούης, να μεταφέρεται από αγγέλους στους ουρανούς μέσα σε μία πύρινη σφαίρα, ή όταν οι κάτοικοι του Αφονιακ είδαν την ψυχή του αγ.  Γερμανού να ανέρχεται μέσα σε μία πύρινη στήλη, ή όταν ο Πρεσβήτερος Φιλάρετος του Γκλίνσκ είδε να ανέρχεται η ψυχή του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Ο Προφήτης Ελισαίος αντίκρυσε τον Προφήτη Ηλία να ανυψώνεται στους ουρανούς μέσα σε ένα πύρινο άρμα: «Αίφνης ένα πύρινος άρμα και πύρινοι ίπποι διεχώρισαν τον ένα από τον άλλον, και ο Ηλιού μέσα εις ανεμοστρόβιλον ανελήφθη και εφέρετο ως εις τον ουρανόν». Συχνά επίσης, στους Βίους Αγίων συναντούμε περιστατικά κατά τα οποίαοι άγιοι βλέπουν τις ψυχές να διέρχονται από τα τελώνια, πολλά τέτοια περιστατικά αναφέρονται στον Βίο του αγ.Νήφωνος Κωνσταντίας και του αγ. Κολούμβα από τη νήσο της Αιόνας, και μερικά από αυτά παραθέσαμε στο κεφάλαιο περί τελωνίων. Στο Βίο του οσίου Θεοφίλου του Κιέβου, περιγράφεται η εμπειρία του Ντιμίτρι, του ανθρώπου που έστεκε δίπλα του τη στιγμή που ξεψυχούσε μέσα στο κελί του: «κάτι άστραψε μπροστά στα μάτια του και ένα ρεύμα ψυχρού αέρα χτύπησε το πρόσωπό του. Ο Ντιμίτρι κοίταξε κατάπληκτος προς τα επάνω και έμεινε αποσβολωμένος. Το ταβάνι του κελιού άρχισε να σηκώνεται και ο κυανός ουρανός ,σαν να άνοιγε τις αγκάλες του, ετοιμαζόταν να υποδεχθεί την άγια ψυχή του αποθνήσκοντος δικαίου Θεοφίλου».

Πέραν της γενικής γνώσης ότι ο παράδεισος και η κόλαση είναι όντως «τόποι», αλλά όχι τόποι του κόσμου αυτού, στο δικό μας χωρο-χρονικό σύστημα, δε χρειάζεται να επιζητούμε από περιέργεια να γνωρίζουμε κάτι περισσότερο. Αυτοί οι «τόποι» είναι τόσο διαφορετικοί από τις κοσμικές αντιλήψεις μας περί «τόπου»,ώστε σίγουρα θα βρεθούμε σε απελπιστική σύγχυση εάν επιχειρήσουμε να τους τοποθετήσουμε «γεωγραφικά» στο χώρο. Σε μερικούς Βίους Αγίων δηλώνεται σαφώς ότι οι «ουρανοί» είναι πάνω από τον «παράδεισο», και σε άλλους ότι υπάρχουν τουλάχιστον «τρείς ουρανοί» δεν είναι όμως στη δικαιοδοσία μας να καθορίσουμε τα «σύνορα» αυτών των τόπων  ή να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά τους. Τέτοιες περιγραφές μας παρέχονται από τη θεία Πρόνοια με σκοπό να μας εμπνεύσουν να αγωνιστούμε, ώστε να εισέλθουμε στη Βασιλεία των Ουρανών ζώντας και πεθαίνοντας χριστιανικά και όχι για να τις εντάξουμε σε κοσμικές κατηγορίες λογικής και γνώσης που δεν τους αρμόζουν. Ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος ορθά μας υπενθυμίζει με ποιό φρόνημα πρέπει να μελετούμε τα σχετικά με τον παράδεισο και την κόλαση: «Και που, λέγει, και σε ποιό τόπο θα  είναι αυτή η γέεννα; Τι σ' ενδιαφέρει αυτό; Γιατί το ζητούμενο είναι ν' αποδειχθεί ότι υπάρχει, όχι που ορίσθηκε και σε ποιό τόπο... Κάπου έξω, όπως εγώ βέβαια νομίζω, απ' όλο αυτόν τόν κόσμο... Ας μη ζητούμε λοιπόν που βρίσκεται η γέεννα, αλλά πώς μπορούμε να την αποφύγουμε».

Η πλήρης κατανόηση της υπερκόσμιας  πραγματικότητας δεν μας έχει παραχωρηθεί, αν και είναι αλήθεια ότι  γνωρίζουμε αρκετά, ώστε να απαντήσουμε στους ορθολογιστές, οι οποίοι προσβεύουν ότι ο παράδεισος και η κόλαση δε βρίσκονται «πουθενά» και συνεπώς είναι μη-υπαρκτοί επειδή δεν μπορούμε να τους δούμε. Πράγματι, αυτοί οι τόποι βρίσκονται «κάπου», και μερικοί άνθρωποι που ζούν στη γή έχουν  βρεθεί εκεί και έχουν επιστρέψει για να διηγηθούν τα όσα είδαν, όμως ο σαρκικός άνθρωπος βλέπει αυτούς του τόπους περισσότερο με την πίστη παρά με τη γνώση:» Τώρα βλέπομεν σαν σε καθρέφτη αμυδρώς, τότε όμως θα βλέπωμεν πρόσωπον προς πρόσωπον. Τώρα γνωρίζω μερικώς, αλλά τότε θα έχω πλήρη γνώσιν».

Χριστιανικές εμπειρίες Παραδείσου

Οι αληθινές Χριστιανικές εμπειρίες παραδείσου πάντοτε φέρουν την πανομοιότυπη σφραγίδα της υπερκόσμιας εμπειρίας. Εκείνοι που έχουν δεί τον παράδεισο δεν ταξίδεψαν απλώς σε έναν διαφορετικό τόπο, αλλά επίσης εισήλθαν σε μία τελείως διαφορετική πνευματική κατάσταση. Εμείς που δεν έχουμε ανάλογη προσωπική εμπειρία πρέπει να αρκεστούμε στην περιγραφή ορισμένων εξωτερικών χαρακτηριστικών τα οποία, συναθροιζόμενα, διαφοροποιούν αρκετά ευκρινώς αυτές τις εμπειρίες από όλες τις εμπειρίες του εναέριου κόσμου τις οποίες εξετάσαμε προηγουμένως.

Σε πολυάριθμους Βίους Αγίων περιγράφεται η είσοδος των ψυχών στον ουρανό, όπως θεάται από τη γή. Στο Βίο του αγ. Αντωνίου του Μεγάλου διαβάζουμε: «Αλλοτε πάλιν, εκεί που ασκήτευε στο όρος, σήκωσε το βλέμμα του ψηλά και είδε στον αέρα κάποιον ν' ανεβαίνει και να γίνεται μεγάλη χαρά σ' αυτούς (τους Αγγέλους) που τον συναπαντούσαν. Επειτα, ενώ θαύμαζε και μακάριζε τον τέτοιο χορό, προσηύχετο να μάθει τι ήταν αυτό. Και αμέσως του ήλθε φωνή, ότι αυτή ήταν η ψυχή του Αμούν, του μοναχού της Νιτρίας. Αυτός έμεινε ασκητής ως τα γεράματα.

Με τον ίδιο τρόπο περιγράφει και ο αββάς Σεραπίων το θάνατο του αγ. Μάρκου Θράκης: «Σηκώνοντας τα μάτια μου προς στον ουρανό, είδα την ψυχή του αγίου να έχει ήδη απελευθερωθεί από τα δεσμά του σώματος. Οι άγγελοι την είχαν καλύψει με ένα λαμπρό, λευκό ένδυμα και την ανέβαζαν στους ουρανούς. Είδα το δρόμο προς τους ουρανούς που ανοιγόταν μέσα από τον αέρα, καθώς και τους ανοιγμένους ουρανούς. Μετά είδα τις ορδές των δαιμόνων που έφραζαν αυτό το δρόμο και άκουσα φωνή αγγέλου να λέει στους δαίμονες: «Γιοί του σκότους! Εξαφανιστείτε από δώ και κρυφτείτε από το πρόσωπο του φωτός της ευσέβειας!». Οι δάιμονες κρατούσαν την άγια ψυχή του Μάρκου στον αέρα για μία ώρα περίπου.Και τότε μία φωνή ακούσθηκε από τους ουρανούς που είπε στους αγγέλους: «Πάρτε τον και φέρτε τον εδώ αυτόν που ντρόπιασε τους δαίμονες». Αφού η ψυχή του αγίου διάβηκε τις ορδές των δαιμόνων χωρίς να πάθει κανένα κακό και οδηγήθηκε από τους αγγέλους κοντά στους ανοιγμένους ουρανούς, είδε κάτι που έμοιαζε με χέρι να ξεπροβάλλει και να παίρνει μαζί του την άμωμη ψυχή. Μετά αυτό το όραμα αποκρύφτηκε από τα μάτια μου και δεν είδα πια τίποτα άλλο».

Από τις παραπάνω αναφορές ήδη γίνονται φανερά τρία χαρακτηριστικά της αληθινής Χριστιανικής εμπειρίας παραδείσου: η πορεία προς τον παράδεισο είναι άνοδος, η ψυχή οδηγείται από αγγέλους, τη χαιρετίζουν και την υποδέχονται στη συντροφιά τους οι κάτοικοι του παραδείσου.

Οι εμπειρίες παραδείσου είναι διαφόρων ειδών. Μερικές φορές η ψυχή οδηγείται στον παράδεισο πριν το θάνατο έτσι ώστε να της φανερωθούν τα θαυμαστά του ή η θέση που έχει προετοιμαστεί εκεί γι' αυτήν. Έτσι , η αγ. Μαύρα, αφού κατάφερε να μην υποκύψει στα δύο ψευδή οράματα των πεπτωκότων πνευμάτων κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου της - τα οποία περιγράψαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο ως παράδειγμα των πειρασμών που μπορούν να εμφανιστούν την ώρα του θανάτου - περιέγραψε τη θεόσδοτη εμπειρία που ακολούθησε: «Μετά την απομάκρυνσή του, με κοντοζύγωσε ένας τρίτος. Ήταν σεμνά ντυμένος, το πρόσωπό του έλαμπε σαν ήλιος. Με πήρε από το χέρι και με ταξίδεψε. Με ανέβαζε, με ανέβαζε συνέχεια. Φτάσαμε σε τοποθεσία με αζωγράφιστη θέα, με απερίγραπτο κάλλος... Μου έδειξε ένα θρόνο με απαστράπτουσες κουρτίνες. Κάποιο στεφάνι που τόξευε ανταύγειες από πολύτιμους λίθους, στεκόταν μετέωρο ανάμεσα στις κουρτίνες... Συμμάζεψα τη δύναμη που μου απόμενε στη γλώσσα και είπα: «Σε ποιόν ανήκουν αυτές οι καταπληκτικές ομορφιές, Κύριε; Χαμογέλασε απαλά. Κίνησε τα χείλη και αποκρίθηκε: «Εκέρδισες το θρόνο μαζί με το στεφάνι που βλέπεις. Ετοιμάσθηκαν σαν βραβείο της νίκης σου... Αναχώρησε λοιπόν τώρα από δώ, ξαναγύρισε στο κρεμασμένο εκεί στο σταυρό σώμα σου, και κάνε λίγη υπομονή. Γιατί όπου νάναι, μόλις ξημερώσει, θα κατέβουν άγγελοι, αποσταλμένοι του Κυρίου για να παραλάβουν τις ψυχές σας».

Αναφέρεται η εμπειρία της θέασης του παραδείσου σε όραμα από απόσταση, όπως στην περίπτωση του Πρωτομάρτυρα α. Στεφάνου ο οποίος είδε «Τους ουρανούς ανοικτούς και τον Υιόν του ανθρώπου να στέκεται εις τα δεξιά του Θεού». Εδώ, ωστόσο, θα περιγρράψουμε μόνο τη συγκεκριμένη εμπειρία που είναι και η πλέον συγκρίσιμη με τις σημερινές «μεταθανάτιες» εμπειρίες: την άνοδο στους ουρανούς κατά την ώρα του θανάτου, ή κατά τη διάρκεια μίας χαρισματικής εμπειρίας, που εκδηλώνεται είτε «μέσα» είτε «έξω» από το σώμα.



Ο αγ. Σάλβιος από την πόλη Αλμπί της Ν. Γαλλίας, επίσκοπος Γαλατίας που έζησε τον 6ο αιώνα, αφού υπήρξε νεκρός για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, επέστρεψε στη ζωή και διηγήθηκε στο φίλο του αγ. Γρηγόριο της Τουρώνης τα εξής: «Όταν σειόταν το κελλί μου πριν τέσσερις ημέρες, και με είδατε να κείτομαι νεκρός, δυό άγγελοι με ανύψωσαν και με μετέφεραν στο πιό ψηλό σημείο του ουρανού, τόσο ψηλά που έμοιαζε να έχω κάτω από τα πόδια μου όχι μόνον αυτήν την άθλια γή, αλλά και τον ήλιο και το φεγγάρι, τα σύννεφα και τα άστρα. Κατόπιν πέρασα μαζί με τους αγγέλους μέσα από μιά πύλη η οποία έλαμπε πιό πολύ κι απ' το  φώς του ήλιου και μπήκα σε ένα κτίριο που το πάτωμά του ήταν καμωμένο από λαμπερό ασήμι και χρυσό. Το φώς που υπήρχε ήταν αδύνατο να περιγραφεί. Βρισκόταν εκεί ένα πλήθος ανθρώπων, που δεν ήταν ούτε άνδρες ούτε γυναίκες, και κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις και σε τέτοια έκταση που δεν μπορούσες να δείς μέχρι που έφτανε. Οι άγγελοί μου άνοιξαν δρόμο για να περάσω μέσα από αυτό το πλήθος που ήταν μπροστά μου, και φτάσαμε στο μέρος εκείνο το οποίο ατενίζαμε απ' όταν ακόμα βρισκόμαστε πολύ μακριά. Πάνω από εκείνο το μέρος έστεκε ένα σύννεφο λαμπρότερο από οποιοδήποτε φώς, κι όμως δεν υπήρχε ούτε ήλιος ούτε φεγγάρι ούτε κανένα αστέρι, και μάλιστα, το σύννεφο έλαμπε πιό πολύ απ' όσο θα μπορούσε να λάμπει από μόνο του το καθένα από αυτά. Μία φωνή ακούστηκε μέσα από το σύννεφο, που θύμιζε τον ήχο από πολλά νερά που έπεφταν. Εμένα τον αμαρτωλό με υποδέχθηκαν με μεγάλο σεβασμό κάποια όντα, μερικά από τα οποία φορούσαν άμφια και άλλα κανονικά ρούχα, οι άγγελοι που με οδηγούσαν μου εξήγησαν ότι αυτά τα όντα ήταν οι μάρτυρες και άλλοι άγιοι τους οποίους τιμούμε εδώ στη γή και στους οποίους προσευχόμαστε με μεγάλη ευλάβεια. Και ενώ στεκόμουν εκεί άρχισε να με τυλίγει απαλά μιά ευωδία τόσο γλυκιά που, νιώθοντας να «τρέφομαι» από αυτήν, δεν αισθανόμουν καμμιά ανάγκη να φάω ή να πιώ τίποτα μέχρι αυτή τη στιγμή που σου μιλάω. Μετά άκουσα μία φωνή που έιπε: « Αφήστε αυτόν τον άνθρωπο να γυρίσει πίσω στον κόσμο, γιατί οι εκκλησίες μας τον έχουν ανάγκη». Παρότι έπεσα μπρούμυτα στο έδαφος συντετριμμένος, κλαίγοντας. «Αλίμονο, αλίμονο, Θεέ μου!» είπα.»Γιατί μου αποκάλυψες όλα αυτά που είδα μόνο και μόνο για να μου τα ξαναπάρεις πίσω;... «Η φωνή που μου είχε μιλήσει είπε: «Πορεύσου εν ειρήνη. Εγώ θα σε προστατεύω μέχρι να σε ξαναφέρω και πάλι σ' αυτό το μέρος.».Τότε οι οδηγοί μου άγγελοι με άφησαν και εγώ επέστρεψα περνώντας και πάλι μέσα από την πύλη από την οποία είχα εισέλθει, κλαίγοντας καθώς έφευγα».

Αρκετά επιπλέον σημαντικά χαρακτηριστικά προστίθενται σε αυτήν την εμπειρία: η λαμπρότητα του φωτός του παραδείσου, η αόρατη παρουσία του Κυρίου, του Οποίου η φωνή ακούγεται, το δέος και ο φόβος του αγίου μπροστά στο Θεό, και μία απτή αίσθηση της Θείας Χάρης, με τη μορφή απερίγραπτης ευωδίας. Ακόμη, διευκρινίζεται ότι το πλήθος των «ανθρώπων» που απαντώνται στον παράδεισο είναι - πέραν των αγγέλων που οδηγούν τις ψυχές - οι ψυχές των μαρτύρων και των αγίων.

Ο μοναχός του Ουένλοκ, αφού ανυψώθηκε στον αέρα από αγγέλους και πέρασε μέσα από τα τελώνια, «είδε επίσης ένα μέρος απίστευτης ομορφιάς, όπου πλήθος ανθρώπων με πολύ όμορφη εμφάνιση ζούσαν μία σπάνια ευτυχία, και τον προσκάλεσαν να έρθει κοντά τους και να μοιραστεί την ευτυχία τους εάν αυτό του επιτρεπόταν. Τότε τον τύλιξε απαλά μιά ευωδία θαυμάσιας γλυκύτητας, προερχόμενη από την πνοή των αγίων ψυχών που αγαλλιούσαν όλες μαζί. Οι άγιοι άγγελοι του είπαν ότι αυτός ήταν ο Παράδεισος του Θεού, για τον οποίο όλοι οι άνθρωποι έχουν ακούσει». Ακόμα, «είδε μεγαλοπρεπή τείχη που άστραφταν κι έλαμπαν, με απίστευτο μήκος και τεράστιο ύψος. Καιτότε οι άγιοι άγγελοι είπαν: «Αυτή είναι η ιερή και ονομαστή πόλη, η ουράνια Ιερουσαλήμ, όπου οι άγιες ψυχές ζούν μέσα σε αιώνια αγαλλίαση». Ο μοναχός είπε ότι εκείνες οι ψυχές και τα τείχη εκείνης της ένδοξης πόλης... είχαν μιά τέτοια εκτυφλωτική λαμπρότητα που ήταν τελείως αδύνατο να την αντέξουν τα μάτια του».

Ίσως η πληρέστερη και πιό εντυπωσιακή εμπειρία παραδείσου που έχει καταχωρηθεί στην χριστιανική γραμματεία είναι αυτή του αγ. Ανδρέα εκ Κωνσταντινουπόλεως, του διά Χριστόν Σαλού, ο οποίος έζησε τον 9ο αιώνα. Εδώ θα παραθέσουμε μόνο μερικά αποσπάσματα από την εμπειρία αυτή, την οποία κατέγραψε ο φίλος του Νικηφόρος έτσι όπως του τη διηγήθηκε ο ίδιος ο άγιος:

Κάποτε, κατά τη διάρκεια ενός φοβερού χειμώνα όταν ο άγιος Ανδρέας κειτόταν παγωμένος σε κάποιο δρόμο της πόλης, κοντεύοντας να πεθάνει, ένιωσε ξαφνικά μία θέρμη μέσα του και είδε ένα εκθαμβωτικό νέο με πρόσωπο που έλαμπε σαν τον ήλιο, ο οποίος τον οδήγησε στον παράδεισο και στον τρίτο ουρανό.

«Με τη θέληση του Θεού βυθίστηκα για δυό εβδομάδες σε ένα τερπνό όραμα... είδα ότι βρισκόμουν μέσα σε ένα θαυμάσιο και μεγαλοπρεπή παράδεισο... Ο νούς και η καρδιά μου είχαν συγκλονιστεί από την ανείπωτη ομορφιά του θεϊκού παραδείσου, και ένιωθα μιά γλυκιά απόλαυση περπατώντας μέσα σε αυτόν. Υπήρχαν πολλοί κήποι, γεμάτοι με ψηλά δένδρα, τα κλαδιά τους ανέδιδαν μία υπέροχη ευωδία και τα μάτια μου αγαλλίαζαν βλέποντας τις άκρες τους να λικνίζονται... Κανένα δένδρο στη γή δεν είναι τόσο όμορφο όσο αυτά τα δένδρα. Στους κήπους υπήρχαν επίσης αμέτρητα πουλιά με φτερά χρυσά, χιονάτα ή πολύχρωμα. Κάθονταν πάνω στα κλαδιά των δένδρων του παραδείσου, και το μαγευτικό τους κελάηδημα με είχε συνεπάρει. Μπροστά μου περπατούσε ένας νέος, με πρόσωπο λαμπρό σαν τον ήλιο και ντυμένος με μανδύα πορφυρό... Ακολουθώντας τον είδα ένα μεγάλο, υπέροχο Σταυρό, σαν φωτεινή νεφέλη, που γύρω του στέκονταν μελωδιστές με μάτια που άστραφταν σαν πύρινες ακτίνες, που έψαλλαν θεσπέσιους ύμνους, δοξάζοντας τον Σταυρωθέντα Κύριο. Ο νέος που με οδηγούσε, περνώντας μπροστά από τον Σταυρό, τον ασπάσθηκε και μου ένευσε να τον ασπασθώ κι εγώ... Καθώς τον ασπαζόμουν πλημμύρισα από άφατη πνευματική γλυκύτητα και μία ευωδία που όμοιά της ούτε στον παράδεισο δεν είχα οσφρανθεί. Προσωρώντας μπροστά από τον Σταυρό, κοίταξα κάτω και αντίκρισα άβυσσο θαλάσσης... Τότε ο οδηγός μου, γυρνώντας προς το μέρος μου, μου είπε: «Μη φοβάσαι, χρειάζεται να ανεβούμε ακόμα ψηλότερα» και μου έδωσε το χέρι.






Και τότε βρεθήκαμε αμέσως στο δεύτερο στερέωμα. Εκεί είδα ωραιότατους ανθρώπους σε μία τέτοια ανάπαυση και αγαλλίαση που δεν μπορεί να εκφράσει η ανθρώπινη γλώσσα... Και νά, μετά ανεβήκαμε στο τρίτο στερέωμα, όπου πλήθος ουράνιες δυνάμεις υμνούσαν και δοξολογούσαν τον Θεό. Φτάσαμε σε ένα υπέρλαμπρο παραπέτασμα, μπροστά από το οποίο στέκονταν μεγαλόσωμοι και φοβεροί νέοι, που έμοιαζαν με πύρινες φλόγες. Ο νέος που με οδηγούσε μου είπε: « Όταν σηκωθεί το παραπέτασμα, θα δείς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Υποκλίσου βαθιά ενώπιον του θρόνους της δόξης Του». Ακούγοντάς τον, ένιωσα ανείπωτη αγαλλίαση αλλά και τρόμο... Και τότε, ένα πύρινο χέρι σήκωσε το παραπέτασμα, και όπως ο Προφήτης Ησαίας, « Είδον εν οράματι τον Κύριο να κάθεται επάνω εις ένα θρόνον υψηλόν και μετέωρον και είδα ακόμη να είναι γεμάτος από απερίγραπτον δόξαν ο ναός αυτού. Γύρω από τον άνδοξον αυτόν θρόνον ίσταντο τα Σεραφείμ».

Φορούσε μανδύα πορφυρό, το πρόσωπό Του ήταν απίστευτα λαμπρό, και τα μάτια Του με κοίταζαν με αγάπη. Έπεσα και Τον προσκύνησα ενώπιον του ολόλαμπρου και φοβερού θρόνου της δόξας Του. Η χαρά που με κατέκλυσε όταν αντίκρισα το πρόσωπό Του δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια. Ακόμα και τώρα, φέρνοντας στο μυαλό μου εκείνο το όραμα, η ίδια άφατη χαρά με κυριεύει. Τρέμοντας, έμεινα πεσμένος ενώπιόν Του...Τότε, οι στρατιές των αγγέλων άρχισαν να ψάλλουν έναν εξαίσιο, απερίγραπτο ύμνο και τη στιγμή εκείνη, εγώ ο ίδιος, δεν ξέρω πώς, βρέθηκα πάλι να περπατώ μέσα στον παράδεισο».

Όταν ο αγ. Ανδρέας συλλογίστηκε ότι δεν είχε δεί την Παναγία στον ουρανό ένας άγγελος του είπε: « Ευχήθηκες να δείς εδώ τη Βασίλισσα η Οποία είναι λαμπρότερη κι απ' αυτές τις επουράνιες δυνάμεις; Δεν είναι εδώ, επισκέπτεται τον επίγειο κόσμο που βρίσκεται σε μεγάλα δεινά, για να βοηθήσει τους ανθρώπους και να ανακουφίσει τη θλίψη τους. Θα σου έδειχνα την ουράνια κατοικία Της, τώρα όμως δεν έχουμε χρόνο, αφού πρέπει και πάλι να γυρίσεις στη γή». Εδώ και πάλι επιβεβαιώνεται  το ότι οι άγγελοι και οι άγιοι μπορούν να βρίσκονται σε ένα μόνο τόπο κάθε φορά.

Ακόμα και το 19ο αιώνα, ένα παρόμοιο αληθινό όραμα παραδείσου αντίκρισε ο Μεγαλόσχημος Μοναχός Θεόδωρος του Σβίρ, μαθητής του Πρεσβύτερου  Παϊσίου του Βελιτσκόφσκυ. Προς το τέλος της ζωής του βίωνε πολύ έντονες εμπειρίες της χάρης του Θεού. Λίγο μετά από μία τέτοια εμπειρία αρρώστησε και επί τρείς ημέρες είχε πέσει σε ένα είδος κώματος: «Όταν περιήλθε σε έκσταση και βρέθηκε έξω από το σώμα του, εμφανίστηκε μπροστά του ένας αόρατος νεανίσκος, τον οποίο ένιωσε και είδε μόνο με την καρδιά του, αυτός τον οδήγησε προς τα αριστερά μέσα από ένα στενό μονοπάτι. Ο ίδιος ο πατέρας Θεόδωρος, όμως κατόπιν διηγήθηκε, είχε την αίσθηση ότι ήταν ήδη νεκρός, και είπε στον εαυτό του: «Έχω πεθάνει. Δεν ξέρω εάν θα σωθώ ή εάν θα αφανιστώ».

«Έχεις σωθεί!» του είπε μία αόρατη φωνή απαντώντας στη σκέψη του. Και ξαφνικά μία δύναμη, σαν ορμητικός ανεμοστρόβιλος τον σήκωσε ψηλά και τον μετέφερε στα δεξιά.

«Γεύσου τη γλυκύτητα των αρραβώνων του παραδείσου την οποία δωρίζω σε όσους Με αγαπούν», ακούστηκε να λέει δυνατά η αόρατη φωνή. Με αυτές τις λέξεις, φάνηκε στον Πατέρα Θεόδωρο ότι ο ίδιος ο Σωτήρας έθεσε τη δεξιά Του παλάμη επάνω στην καρδιά του, και μεταφέρθηκε σε έναν ανείπωτα ευχάριστο τόπο, που ήταν όμως τελείως αόρατος και αδύνατον να περιγραφεί με γήινες λέξεις. Μετά από αυτή την αίσθηση, βίωσε μία άλλη, ακόμα υψηλότερη, και μετά μία Τρίτη, όμως όλες αυτές τις αισθήσεις, όπως είπε ο ίδιος, μπορούσε μόνο με την καρδιά του να τις θυμηθεί, ενώ  δεν μπορούσε να τις κατανοήσει με το μυαλό του.

Κατόπιν είδε κάτι σαν ναό, και στο εσωτερικό του, κοντά στην Αγία Τράπεζα, κάτι που έμοιαζε με σκηνή, στην οποία υπήρχαν πέντε ή έξι άνδρες. Μία νοερή φωνή είπε: «Για χάρη αυτών των ανδρών ο θάνατος σου παραμερίζεται. Θα ζήσεις γι' αυτούς». Και τότε φανερώθηκε μπροστά του το πνευματικό ανάστημα μερικών από τους μαθητές του, και ο Κύριος του δήλωσε τις δοκιμασίες που έμελλαν να ταράξουν τη δύση της ζωής του. Όμως η Θεία φωνή τον διαβεβαίωσε ότι το πλοίο της ψυχής του δε θα τσακιζόταν από αυτά τα άγρια κύματα, αφού αόρατος οδηγός του θα ήταν ο Χριστός».

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και άλλες παρόμοιες εμπειρίες από Βίους Αγίων και ασκητών, τις παραλείπουμε όμως αφού και σε αυτές απλώς επαναλαμβάνονται τα χαρακτηριστικά που ήδη περιγράφηκαν εδώ. Ωστόσο, θεωρούμε διδακτική την παράθεση της εμπειρίας ενός σύγχρονου αμαρτωλού στον παράδεισο, ειδικά για λόγους σύγκρισης με τις μεταθανάτιες εμπειρίες της εποχής μας. Ετσι, ο συγγραφές του  "Unbelievable for Many" , τη μαρτυρί του οποίου έχουμε παραθέσει αρκετές φορές, αφού διέφυγε από τους δαίμονες των τελωνίων με τη διαμεσολάβηση της Παναγίας, περιγράφει το πώς, συνοδευόμενος ακόμα από τους οδηγούς - αγγέλους του, «κατάλαβα πώς συνεχίζαμε να ανεβαίνουμε ψηλά ...; σε λίγο είδα πάνω ένα δυνατό φώς: ήταν, όπως μου φάνηκε, σαν το δικό μας ηλιακό φώς αλλά πολύ πιο δυνατό. Ήταν το βασίλειο του φωτός.
» Ναι, είναι πραγματικά ένα βασίλειο με απόλυτη κυριαρχία του φωτός, επειδή το φώς αυτό δε δημιουργεί σκιά», σκεφτόμουν, ή καλύτερα να πούμε αισθανόμουν με έναν ανεξήγητο τρόπο αυτό που ποτέ δεν είχα ξαναδεί. «Αλλά πώς μπορεί να υπάρχει φώς χωρίς σκιά;» παρουσιάστηκε αμέσως  στη σκέψη μου η απορία φανερώνοντας πώς σκέφτομαι ακόμα με τα κατηγορήματα του γήινου κόσμου.

» Ξαφνικά εισήλθαμε με μεγάλη ταχύτητα σ' αυτήν την περιοχή του φωτός που κυριολεκτικά με θάμπωσε. Έκλεισα τα μάτια μου, έβαλα και τα χέρια μου πάνω σ' αυτά. Όμως αυτό δε με βοήθησε καθόλου επειδή το φώς περνούσε και μέσα από τα χέρια μου. Άλλωστε τι νόημα είχε εδώ μία τέτοια προσπάθεια;

»Αχ, Θεέ μου, τι είναι αυτό το φώς; Αυτό με τυφλώνει. Δε βλέπω τίποτα, σαν στο σκοτάδι, δε βλέπω τίποτα ...;»

» Αφού σκοτίστηκαν τα μάτια μου μου δημιουργήθηκε περισσότερος φόβος. Ήταν φυσικό βέβαια να φοβάμαι επειδή βρισκόμουν σ' έναν άγνωστο κόσμο. «Τι με περιμένει;» σκέφτηκα, «Πότε θα βγούμε απ' αυτό το φώς; Υπάρχει πουθενά τέλος;»

» Όμως συνέβη κάτι που δεν το περίμενα. Μία φωνή μεγαλοπρεπής και αγέρωχη ακούστηκε από πάνω. Με ακλόνητη σταθερότητα και χωρίς θυμό αυτή η φωνή είπε: «Δεν είναι έτοιμος!».

» Και μετά ...; μετά αμέσως σταμάτησε η πορεία μας προς τα πάνω - και αρχίσαμε γρήγορα να κατεβαίνουμε».

Σε αυτήν την εμπειρία η ιδιότητα του φωτός του παραδείσου περιγράφεται πιο καθαρά: είναι ένα είδος φωτός που δεν μπορεί να το αντέξει κάποιος ο οποίος δεν έχει την κατάλληλη προετοιμασία γι' αυτό, σε αντίθεση με τους αγίους Σάλβιο και Ανδρέα οι οποίοι υπέμειναν έως τέλους τον αγώνα της εν Χριστώ ζωής.

Χαρακτηριστικά της αληθινής εμπειρίας Παραδείσου

Θα συνοψίσουμε τώρα τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των αληθινών εμπειριών παραδείσου και θα δούμε σε τι διαφέρουν από τις εμπειρίες του εναέριου κόσμου που περιγράφηκαν σε προηγούμενα κεφάλαια.

1.                  Η αληθινή εμπειρία παραδείσου πάντοτε λαμβάνει χώρα στο τέλος μίας διαδικασίας ανόδου, συνήθως μέσα από τα τελώνια, εάν η ψυχή έχει κάποια «τέλη» να πληρώσει εκεί. Αντιθέτως, στις σημερινές «εξωσωματικές» και μεταθανάτιες» εμπειρίες, η διαδικασία ανόδου αναφέρεται μόνο σε μερικές σπάνιες περιπτώσεις, και τα τελώνια καθώς και οι δαίμονές τους δεν απαντώνται ποτέ.
2.                  Η ψυχή πάντοτε οδηγείται στον παράδεισο από έναν ή περισσότερους αγγέλους, ποτέ δεν «περιφέρεται» εκεί και ποτέ δεν πηγαίνει εθελουσίως. Αυτή είναι σίγουρα μία από τις πιο εντυπωσιακές διαφορές ανάμεσα στις αυθεντικές εμπειρίες παραδείσου και στις σύγχρονες «μεταθανάτιες» εμπειρίες από τα «ουράνια» και τον «παράδεισο», που περιγράφουν οι Πεντηκοστιανοί και άλλοι: αυτές οι τελευταίες είναι σχεδόν πανομοιότυπες με τις εμπειρίες «παραδείσου» που έχουν κάποιοι κοσμικοί, ή ακόμα και αθεϊστές, όπως έχουμε ήδη δεί, εκτός από μερικά δευτερεύοντα σημεία ερμηνείας, τα οποία προέρχονται από την ανθρώπινη φαντασία, όπως στην περίπτωση εμπειριών στο «αστρικό πεδίο», όμως, σχεδόν ποτέ σε τέτοιες εμπειρίες δεν αναφέρεται ότι η ψυχή οδηγείται από αγγέλους. Γράφει σχετικά ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας την παράγραφο για τον πλούσιο και τον πτωχό Λάζαρο: «Έτσι και το Λάζαρο οι άγγελοι τον μεταφέρουν, ενώ την ψυχή του πλουσίου την απαιτούσαν κάποιες φοβερές δυνάμεις, ίσως σταλμένες γι' αυτό το σκοπό, διότι δεν αναχωρεί προς εκείνη τη ζωή μόνη της η ψυχή, επειδή δεν είναι δυνατό. Διότι εάν, όταν μεταβαίνουμε από πόλη σε πόλη, έχουμε ανάγκη από οδηγό, πολύ περισσότερο η ψυχή όταν αποσπασθή από το σώμα και μεταφέρεται προς τη μέλλουσα ζωή, έχει ανάγκη από οδηγούς».

Αυτό το σημείο μάλιστα, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα καθοριστικά κριτήρια της αυθεντικής εμπειρίας παραδείσου. Στις εμπειρίες που αναφέρονται σήμερα, πολύ συχνά παρέχεται στην ψυχή η δυνατότητα να επιλέξει να «παραμείνει» στον παράδεισο ή να επιστρέψει στη γή, αντιθέτως, η γνήσια εμπειρία παραδείσου βιώνεται όχι κατόπιν επιλογής του ανθρώπου, αλλά μόνο κατ' εντολήν του Θεού, που εκπληρώνεται από τους αγγέλους Του. Η συνήθως «εξωσωματική» εμπειρία «παραδείσου» στις μέρες μας δεν έχει την  ανάγκη κάποιου οδηγού αφού λαμβάνει χώρα εδώ ακριβώς, στον αέρα που βρίσκεται πάνω από μας, που και πάλι όμως, βρίσκεται εντός του κόσμου τούτου, αντιθέτως, η παρουσία των οδηγών αγγέλων είναι αναγκαία στην περίπτωση που η εμπειρία λαμβάνει χώρα εκτός του κόσμου τούτου, σε ένα διαφορετικό είδος πραγματικότητας, την οποία η ψυχή δεν μπορεί να προσεγγίσει μόνη της. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι οι δαίμονες δεν μπορούν να μεταμφιεστούν ως «οδηγοί άγγελοι» επίσης, αλλά φαίνεται ότι σπάνια το κάνουν στις σημερινές εμπειρίες.

3.                  Η εμπειρία εκδηλώνεται μέσα σε λαμπρό φώς, και συνοδεύεται από έκδηλα σημάδια θείας χάρης, και ειδικότερα από μία υπέροχη ευωδία. Είναι αλήθεια ότι τέτοια σημάδια είναι μερικές φορές παρόντα και στις σημερινές «μεταθανάτιες» εμπειρίες, υπάρχει όμως μία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ τους η οποία μετά δυσκολίας μπορεί να θεωρηθεί ότι τονίζεται. Οι σημερινές εμπειρίες είναι επιφανειακές, ακόμα και ορατές μέσω των σωματικών οφθαλμών, τίποτε δεν τις διαχωρίζει από τις παρόμοιες εμπειρίες των απίστων εκτός από τις χριστιανικές συλλογικές εικόνες τις οποίες ο παρατηρητής βλέπει ή προσθέτει στην εμπειρία, δεν πρόκειται για τίποτα άλλο παρά για μια φυσική αίσθηση ευχαρίστησης στην «εξωσωματική» κατάσταση με ένα λεπτό «χριστιανικό» επικάλυμμα. Είναι, επίσης πιθανό ότι σε μερικές από αυτές τα πεπτωκότα πνεύματα ήδη προσθέτουν τις δικές τους πλάνες έτσι ώστε να παρασύρουν τον παρατηρητής ακόμα πιο πολύ στην υπερηφάνεια και να του επιβεβαιώσουν την επιφανειακή του ιδέα για τον Χριστιανισμό, εδώ όμως δεν υπάρχει ανάγκη να το εξακριβώσουμε αυτό. Από την άλλη, το βάθος της πραγματικής χριστιανικής εμπειρίας επιβεβαιώνεται με αληθινά χαρισματικές εκδηλώσεις. Ο αγ. Σάλβιος «τρεφόταν» τόσο πολύ από την ευωδία που δε χρειάστηκε ούτε τροφή ούτε νερό για περισσότερο από τρείς ημέρες, και μόνο τη στιγμή που αποκάλυψε την εμπειρία του η ευωδία χάθηκε αφήνοντας τη γλώσσα του ερεθισμένη και πρησμένη, ο αγ. Ανδρέας είχε πεθάνει για δύο εβδομάδες, ο συγγραφέας του Unbelievable for many ...; ήταν «κλινικά νεκρός» για 36 ώρες. Αναμφίβολα στις σημερινές εμπειρίες συμβαίνει μερικές φορές κάποια «θαυματουργική ανάνηψη» σε περιπτώσεις επικείμενου ή φαινομενικού θανάτου, ποτέ όμως δε συνοδεύεται από κάτι τόσο ασυνήθιστο όσο τα προαναφερθέντα, και ποτέ δεν υπάρχει κάτι που να υποδηλώνει ότι τέτοιες εμπειρίες ήταν πράγματι εμπειρίες παραδείσου και όχι ένα απατηλό φαινόμενο που προκαλεί ευχαρίστηση στο άτομο που βρίσκεται στην «εξωσωματική» κατάσταση (το «αστρικό πεδίο»). Η διαφορά ανάμεσα στις σημερινές εμπειρίες και στις αληθινές εμπειρίες παραδείσου είναι ακριβώς η ίδια με τη διαφορά ανάμεσα στον επιφανειακό σημερινό «Χριστιανισμό» και τον αληθινό Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Η αίσθηση της γαλήνης, για παράδειγμα, που αποκαλύπτεται στους βίους των μεγάλων Ορθοδόξων Αγίων απλώς δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συγκριθεί με τη «γαλήνη» που αισθάνεται ένας άνθρωπος ο οποίος «έχει δεχθεί το Χριστό ως τον προσωπικό του Σωτήρα» ή έχει βιώσει την πολύ συνηθισμένη σύγχρονη εμπειρία της «γλωσσολαλιάς» ή έχει δεί το «Χριστό» - φαινόμενο καθόλου σπάνιο σήμερα- αλλά ο οποίος καθόλου δε γνωρίζει τι συνεπάγεται  η συνειδητή εν Χριστώ ζωή και η μετάνοια, και δεν έχει κοινωνήσει του αληθινού Σώματος και Αίματος του Χριστού στα Αγια Μυστήρια που ο ίδιος ο Χριστός καθιέρωσε. Οι σύγχρονες εμπειρίες «παραδείσου» είναι κυριολεκτικά «κίβδηλες απομιμήσεις» των γνήσιων εμπειριών.
4.                  Η αληθινή εμπειρία παραδείσου συνοδεύεται από ένα τέτοιο αίσθημα δέους και φόβου ενώπιον της μεγαλοσύνης του Θεού, καθώς και μίας τέτοιας αναξιότητας να αντικρίζει ο άνθρωπος αυτή τη μεγαλοσύνη, που σπάνια συναντώνται ακόμα και στους σημερινούς Ορθόδοξους Χριστιανούς, για να μη μιλήσουμε για όσους βρίσκονται εκτός της Εκκλησίας του Χριστού. Οι εκ βάθους καρδίας εκφράσεις αναξιότητας του αγ. Σάλβιου, η τρεμάμενη γονυπετής προσκύνηση του αγ. Ανδρέα μπροστά στο Χριστό, ακόμα κι αυτή η τύφλωση του συγγραφέα Unbelievable for many μπροστά στο φώς που ήταν ανάξιος ν' αντικρίσει, είναι εκδηλώσεις πρωτάκουστες  για τις σημερινές εμπειρίες. Όσοι σήμερα βλέπουν τον «παράδεισο» του εναερίου κόσμου είναι «ευχαριστημένοι», «ευτυχείς», «ικανοποιημένοι» - σπανίως κάτι περισσότερο, στην περίπτωση που βλέπουν το «Χριστό» με κάποια μορφή, αρκούνται μόνο στο να «εντρυφήσουν» στους γνωστούς «διαλόγους» μαζί του που χαρακτηρίζουν τις εμπειρίες της «χαρισματικής» κίνησης. Το στοιχείο του Θείου και του δέους που αισθάνεται ο άνθρωπος ενώπιόν του, του φόβου του Θεού, απουσιάζουν από τέτοιες εμπειρίες.

Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και άλλα χαρακτηριστικά μίας αληθινής εμπειρίας παραδείσου, όπως καταγράφονται ειδικά στους Βίους Ορθοδόξων Αγίων, όμως όσα ήδη προαναφέραμε αρκούν για να τη διαχωρίσουν κατηγορηματικά από τις σημερινές παρόμοιες εμπειρίες. Ωστόσο, οποτεδήποτε τολμάμε να μιλάμε για τέτοιες μεταρσιωτικές και υπερκόσμιες εμπειρίες, θα πρέπει να έχουμε κατά νού ότι  απέχουν πολύ από το δικό μας χαμηλό επίπεδο αίσθησης και αντίληψης, και ότι μας δίδονται περισσότερο ως έμμεσες ενδείξεις παρά ως πλήρεις περιγραφές αυτού που δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να περιγραφεί σωστά στην ανθρώπινη γλώσσα. «Εκείνα που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νούς ανθρώπου δεν συνέλαβε, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός δι' εκείνους που τον αγαπούν».










Ένα σχόλιο για τις οράσεις της κόλασης

Για τους Ορθόδοξους πιστούς η πραγματικότητα της κόλασης είναι τόσο βέβαιη όσο και αυτή του παραδείσου. Ο ίδιος ο Κύριος μας μίλησε αρκετές φορές για τους ανθρώπους εκείνους τους οποίους, επειδή δεν υπάκουσαν στις εντολές Του, Εκείνος θα στείλει « στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμασθεί διά τον διάβολον και τους αγγέλους του». Σε μία από τις παραβολές Του, περιγράφει το ζωντανό παράδειγμα του πλουσίου ο οποίος, καταδικασμένος στην κόλαση εξαιτίας των αδικημάτων που διέπραξε στην επίγεια ζωή, σηκώνει τα μάτια προς τον παράδεισο που έχει απολέσει και ικετεύει τον πατριάρχη Αβραάμ που βρίσκεται εκεί να επιτρέψει στον Λάζαρο, το ζητιάνο που περιφρονούσε όταν ήταν ζωντανός, να έρθει κοντά του «Να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του σε νερό και να δροσίσει την γλώσσα μου, διότι υποφέρω μέσα σ' αυτήν την φλόγα».Όμως ο Αβραάμ απαντά ότι «υπάρχει μεταξύ μας ένα μεγάλο χάσμα».

Στην Ορθόδοξη χριστιανική  γραμματεία οι οράσεις της κόλασης είναι τόσο συχνές όσο και οι οράσεις των ουρανίων και του παραδείσου. Τέτοιες οράσεις και εμπειρίες, αντίθετα με τις οράσεις των ουρανίων, εκδηλώνονται πιο συχνά σε κοινούς αμαρτωλούς παρά σε αγίους, και ο σκοπός τους είναι πάντα σαφής. Ο αγ. Γρηγόριος αναφέρει στους Διαλόγους του: «Η θεϊκή αγαθότητα κατά μεγάλη δωρεά της ευσπλαχνίας Της  οικονομεί, ώστε μερικοί ακόμη και μετά την έξοδο ξαφνικά ξαναγυρίζουν στο σώμα, και αρχίζουν τελικά να φοβούνται τις βασάνους του άδη, τώρα που τις είδαν, κι ας μην πίστευαν προηγουμένως, όταν τις άκουγαν». Περιγράφει κατόπιν διάφορες εμπειρίες από την κόλαση καθώς και την εντύπωση που προκάλεσαν σε όσους τις βίωσαν. Ένας ασκητής με το όνομα Πέτρος, ο οποίος καταγόταν από την περιοχή της Ιβηρίας, πέθανε και είδε «τις τιμωρίες του άδη και τους αναρίθμητους τόπους των φλογών». Επιστρέφοντας ξανά στη ζωή, ο Πέτρος περιέγραψε τα όσα είχαν συμβεί γύρω του και, «από τότε με τόσες  αγρυπνίες και νηστείες συνέσφιγξε τον εαυτό του, ώστε το ότι είχε δεί και φοβόταν τις βασάνους του άδη, κι αν ακόμα το αποσιωπούσε η γλώσσα, μιλούσε γι' αυτό η πολιτεία του. Όντως, κατά θαυμαστή δωρεά του Παντοδυνάμου Θεού διά του θανάτου του οικονομήθηκε το  να μην πεθάνει» .

Ο Αιδέσιμος Μπήντ, Αγγλος χρονικογράφος του 8ου αιώνα, αναφέρει πώς ένας άνθρωπος από την επαρχία της Νορθούμπρια επανήλθε στη ζωή αφού είχε υπάρξει «νεκρός» για μία ολόκληρη νύχτα και κατόπιν διηγήθηκε την εμπειρία του τόσο από τον παράδεισο όσο και από την κόλαση. Στην κόλαση, βρέθηκε σε πυκνό σκοτάδι, «πλήθος σκοτεινές φλόγες άρχισαν ξαφνικά να εμφανίζονται συνεχώς μπροστά μας, μοιάζοντας να ξεπηδούν μέσα από μία τεράστια άβυσσο και μετά πάλι να βυθίζονται σ' αυτήν ...; Καθώς οι πύρινες γλώσσες ανέβαιναν προς τα πάνω, γέμιζαν με τις ψυχές των ανθρώπων οι οποίες, σαν σπίθες που πετάγονταν ψηλά μαζί με τον καπνό, μερικές φορές εκτοξεύονταν με ορμή στον αέρα, και άλλες καταποντίζονταν στα βάθη της αβύσσου καθώς οι άχνες της φωτιάς εξασθενούσαν. Επιπλέον, μία απερίγραπτη δυσωδία που αναδιδόταν μαζί με αυτές τις άχνες γέμιζε όλον αυτόν τον ζοφερό τόπο ...; ξαφνικά άκουσα πίσω μου τον ήχο ενός αφάνταστα φρικιαστικού και απελπισμένου θρήνου, που συνοδευόταν από τραχύ γέλιο ...; είδα ένα πλήθος μοχθηρών πνευμάτων να σέρνουν μαζί τους στα σκοτεινά βάθη της αβύσσου πέντε ανθρώπινες ψυχές που ούρλιαζαν και θρηνούσαν ενώ οι δαίμονες γελούσαν και πανηγύριζαν ...; Εν τω μεταξύ, μερικά από τα καταχθόνια πνεύματα ξεπρόβαλαν από τα φλογισμένα βάθη και έσπευσαν να με περικυκλώσουν, βασανίζοντάς με έτσι όπως με κοιτούσαν με τα πυρωμένα μάτια τους και τις ειδεχθείς φλόγες που έβγαζαν από τα στόματα και τα ρουθούνια τους ...;».

Στο Βίο του Στρατιώτη Ταξιότη διαβάζουμε ότι, αφού οι δαιμονικοί «εισπράκτορες τελών» τον σταμάτησαν στα τελώνια, τα πονηρά πνεύματα τον άρπαξαν και άρχισαν να τον χτυπούν. Όπως  διηγήθηκε ο ίδιος: «με κατέβασαν στο εσωτερικό της γής, η οποία είχε χωριστεί στα δύο για να μας δεχθεί μέσα της. Με οδηγούσαν μέσα από στενές εισόδους και περιοριστικά ρήγματα με δαιμονική δυσωδία. Όταν έφτασα στα τρίσβαθα της κόλασης, είδα εκεί τις ψυχές των αμαρτωλών, περιορισμένες σε αιώνιο σκοτάδι. Η ύπαρξη σ' αυτόν τον τόπο δεν μπορεί να ονομαστεί ζωή, αφού συνίσταται μόνον από δυστυχία, δάκρυα που δε βρίσκουν παρηγοριά, και ένα απερίγραπτο τρίξιμο δοντιών. Στον τόπο αυτό ακούγεται αιωνίως η απελπισμένη κραυγή: «Συμφορά μου, συμφορά μου !Αλίμονο, αλίμονο!». Είναι αδύνατο να περιγράψει κανείς όλα τα βάσανα που περιέχει η κόλαση, όλα τα μαρτύρια και τις οδύνες της. Οι νεκροί βογκούν από τα βάθη της καρδιάς τους, αλλά κανείς δεν τους συμπονά, κλαίνε και οδύρονται, αλλά κανείς δεν τους παρηγορεί, ικετεύουν, αλλά κανείς δεν τους δίνει προσοχή και δεν τους λυτρώνει. Ήμουν κι εγώ περιορισμένος σε εκείνες τις σκοτεινές περιοχές, γεμάτος απέραντη λύπη, και έκλαιγα επί έξι ώρες με πικρά αναφιλητά».

 Ο μοναχός του Ουένλοκ αντίκρισε μία παρόμοια σκηνή στα «κατάβαθα» της γής, όπου «άκουσε ένα φρικιαστικό, τρομακτικό και ανείπωτο βογκητό και κλάμα από τις κολασμένες ψυχές. Και ο άγγελος του είπε: «Το μουρμούρισμα και το κλάμα που ακούς εκεί κάτω προέρχεται από τις ψυχές  εκείνες, επί των οποίων η ευσπλαχνία του Κυρίου δε θα έρθει ποτέ, αλλά θα βασανίζονται αιωνίως μέσα σε μία άσβεστη φλόγα».

Φυσικά, δε θα πρέπει να εντυπωσιαζόμαστε υπέρμετρα από τις κυριολεκτικές λεπτομέρειες τέτοιων εμπειριών, και θα πρέπει να προσπαθούμε να αποφεύγουμε ακόμα περισσότερο κι απ' ότι στην περίπτωση των ουρανίων και του παραδείσου να συνθέτουμε ένα «γεωγραφικό προσδιορισμό» της κόλασης με βάση αυτές τις αναφορές. Οι δυτικές έννοιες του «καθαρτηρίου» και του «προθάλαμου της κόλασης» είναι απόπειρες σύνθεσης ενός τέτοιου «γεωγραφικού» προσδιορισμού, όμως η Ορθόδοξη παράδοση γνωρίζει μόνο τη μοναδική πραγματικότητα της κόλασης στον κάτω κόσμο. Επιπλέον, σύμφωνα με τη διδασκαλία του αγ. Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού, αυτό που βλέπει ο άνθρωπος στις εμπειρίες της κόλασης είναι συχνά μία εικόνα των μελλοντικών μαρτυριών και όχι μία κυριολεκτική αναπαράσταση της παρούσας κατάστασης όσων βρίσκονται στην κόλαση αναμένοντας την Τελική Κρίση. Είτε όμως πρόκειται για αληθινή θέαση σημερινών πραγματικών καταστάσεων είτε για όραση του μέλλοντος, η εμπειρία της κόλασης, όπως είναι καταγεγραμμένη στις Ορθόδοξες πηγές είναι ένα ισχυρό μέσο αφύπνισης του ανθρώπου ώστε να ακολουθήσει την εν Χριστώ ζωή, το μοναδικό τρόπο για να διαφύγει τα αιώνια μαρτύρια, και γι' αυτόν το λόγο ο Θεός παραχωρεί τέτοιες εμπειρίες.

Υπάρχουν άραγε κάποιες συγκρίσιμες εμπειρίες κόλασης στη σημερινή βιβλιογραφία των «μεταθανάτιων» εμπειριών;