Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Για την κατάνυξη
1.       Είπε ο αββάς Αντώνιος:
"Έχοντας το φόβο του Θεού ζωντανό στη σκέψη μας, να θυμόμαστε πάντοτε το θάνατο.
Να μισήσουμε τον κόσμο και όλα τα του κόσμου, να μισήσουμε κάθε σαρκική ανάπαυση, να απαρνηθούμε στη ζωή αυτή, για να ζήσουμε με τον Θεό. Να θυμάστε τι υποσχεθήκατε στον Θεό. Γιατί αυτό θα μας το ζητήσει την ημέρα της κρίσεως.
Ας δοκιμασθούμε λοιπόν με την πείνα, τη δίψα και τη γύμνια.
Ας αγρυπνήσουμε, ας πενθήσουμε, ας στενάξουμε με την καρδιά μας.
Ας ερευνήσουμε αν γίναμε άξιοι του Θεού. Να αγαπήσουμε τη θλίψη, για
να βρούμε τον Θεό.
Να καταφρονήσουμε τη σάρκα, για να σωθεί η ψυχή μας".
2.       Έλεγαν για τον αββά Αρσένιο, ότι όλο τον χρόνο της ζωής του καθισμένος στο εργόχειρό του, είχε στον κόρφο του ένα μαντήλι για τα δάκρυα που έπεφταν από τα μάτια του.
3.       Ένας αδελφός παρακάλεσε τον αββά Αμμωνά:
"Πες μου έναν λόγο".
Και ο Γέροντας του λέει:
"Πήγαινε και να σκέφτεσαι, όπως σκέφτονται οι κακούργοι που είναι στη φυλακή, εκείνοι πάντα ρωτούν τους ανθρώπους που είναι ο άρχοντας και πότε έρχεται, και κλαίνε από την αγωνία.
Έτσι και ο μοναχός οφείλει πάντα να προσέχει την ψυχή του και να λέει:
"Αλίμονό μου, πώς θα μπορέσω να παρουσιασθώ στο βήμα του Χριστού και τι θα του απολογηθώ;"
Αν σ΄ αυτό έχεις διαρκώς στραμμένη την προσοχή σου, μπορείς να σωθείς".
6.       Ένας αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα:
"Με ταράζουν οι λογισμοί μου και δεν μ΄ αφήνουν να φροντίσω για τις αμαρτίες μου, αλλά με κάνουν να προσέχω τις ελλείψεις του αδελφού μου".
Ο Γέροντας του μίλησε τότε για τον αββά Διόσκορο, ότι στο κελί του έκλαιγε πάντοτε για τον εαυτό του, ενώ ο μαθητής του καθόταν στο άλλο κελί.
Πήγε λοιπόν κάποια φορά ο μαθητής στο κελί του Γέροντα και τον βρήκε να κλαίει, οπότε του λέει:
"Πάτερ, γιατί κλαις;"
Κι ο Γέροντας του απαντά:
"Τις αμαρτίες μου, παιδί μου, κλαίω".
Του λέει ο αδελφός:
"Δεν έχεις αμαρτίες, πάτερ"
Και ο Γέροντας του αποκρίνεται:
"Αλήθεια, αν αφεθώ να δω τις αμαρτίες μου, δεν μου φθάνουν άλλοι τρεις ή τέσσερις να κλαίνε μαζί μου γι΄ αυτές".
Είπε λοιπόν ο αββάς Ποιμήν: "Έτσι είναι ο άνθρωπος που γνώρισε τον εαυτό του".
8.       Ο αββάς Ηλίας είπε:
"Εγώ τρία πράγματα φοβούμαι,
v        την έξοδο της ψυχής από το σώμα,
v        τη συνάντησή μου με τον Θεό και
v        την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης για μένα".
9.       Ο αββάς Ησαϊας είπε:
"Είναι απαραίτητο αυτός που ζει τη ζωή της ησυχίας να βάζει τον φόβο της συνάντησης με τον Θεό μπροστά από την ανάσα του, γιατί ενόσω η αμαρτία πείθει την καρδιά του να την ακολουθεί, δεν ήρθε ο φόβος του Θεού μέσα του ακόμα και βρίσκεται μακριά από το έλεος του Θεού".
14.     Έλεγε ο αββάς Ησαϊας:
v        "Αλίμονό μου, αλίμονό μου, γιατί δεν αγωνίσθηκα για τη σωτηρία μου.
v        Αλίμονό μου, αλίμονό μου, γιατί δεν αγωνίσθηκα να καθαρίσω τον εαυτό μου, ώστε να είμαι άξιος να γείρει λίγο προς το μέρος μου ο ελεήμων Θεός.
v        Αλίμονό μου, αλίμονό μου, γιατί δεν αγωνίσθηκα να βγω νικητής στους πολέμους των εχθρών σου, ώστε Εσύ να βασιλεύσεις μέσα μου".
15.     Είπε πάλι:
v        Αλίμονό μου, που ολόγυρά μου βρίσκεται τ΄ όνομά Σου, κι όμως εγώ υπηρετώ τους εχθρούς σου.
v       Αλίμονό μου, αλίμονό μου, γιατί κάνω αυτά που αηδιάζει ο Θεός, γι αυτό και δεν με θεραπεύει".
16.     Είπε ακόμη:
v        "Αλίμονό μου, αλίμονό μου, γιατί έχω απέναντί μου κατηγόρους για όσα γνωρίζω και για όσα δεν γνωρίζω και δεν μπορώ να τα αρνηθώ.
v        Αλίμονό μου, αλίμονό μου, πώς μπορώ να συναντήσω τον Κύριό μου και τους αγίους του, αφού οι εχθροί μου δεν άφησαν ούτε ένα μέλος μου καθαρό ενώπιον του Θεού;"
17.     Ο μακάριος Θεόφιλος, ο αρχιεπίσκοπος, έλεγε:
"Πόσο μεγάλο φόβο και τρόμο και δυσκολία έχουμε να αντικρίσουμε, την ώρα που η ψυχή χωρίζεται από το σώμα! Τότε μας πλησιάζει στρατιά και δύναμη των αντίθετων δυνάμεων, οι άρχοντες του σκότους, οι κυρίαρχοι της πονηρίας και αρχές και εξουσίες, τα πονηρά δηλαδή πνεύματα, και κρατούν την ψυχή σαν σε κάποια δίκη, παρουσιάζοντας ενώπιόν της όλα τα αμαρτήματα, που είτε με επίγνωση είτε από άγνοια έκανε, από τη νεαρή ηλικία μέχρι την ώρα που στα ξαφνικά την κατέλαβαν. Στέκονται λοιπόν και την κατηγορούν για όλα, όσα έκανε. Λοιπόν, ποιόν τρόμο νομίζεις ότι αισθάνεται εκείνη την ώρα, έως ότου βγει η απόφαση και ελευθερωθεί απ΄ αυτά; Αυτή είναι η κρίσιμη ώρα για την ψυχή, μέχρι να δει ποιο θα είναι το αποτέλεσμα γι αυτήν.
Επίσης και οι θείες δυνάμεις στέκονται ακριβώς απέναντι στις αντίθετες και με τη σειρά τους παρουσιάζουν τα καλά της έργα. Σκέψου λοιπόν, η ψυχή μες στη μέση με τι φόβο και τρόμο στέκεται, έως ότου βγει η απόφαση της δίκης της από τον δίκαιο Κριτή, και αν είναι άξια, οι πρώτοι διώχνονται επιτιμητικά και την ψυχή την αρπάζουν οι Θείες δυνάμεις από τα χέρια των δαιμόνων και στο εξής κατοικεί αμέριμνη, σύμφωνα μ΄ αυτό που έχει γραφεί: "Όλοι όσοι θα κατοικούν σε σένα θα ευφραίνονται".
Έτσι εκπληρώνεται και άλλος λόγος της Γραφής, "Έφυγε μακριά τους κάθε πόνος, λύπη και στεναγμός".
Τότε ελευθερωμένη πια προχωρεί σ΄ εκείνη την απερίγραπτη χαρά και δόξα, στην οποία και θα εγκατασταθεί.
Εάν όμως βρεθεί να έχει ζήσει με αμέλεια, ακούει τη φοβερότατη φωνή:
"Να απομακρυνθεί ο ασεβής, για να μη δει τη δόξα του Κυρίου".
Τότε την ψυχή αυτή την περιμένει ημέρα οργής, ημέρα θλίψης και ανάγκης, το σκοτάδι και η μαυρίλα. Αφού παραδοθεί στην κόλαση και στην αιώνια φωτιά, θα είναι καταδικασμένη να τιμωρείται στους απέραντους αιώνες. Τότε πού είναι η καύχηση του κόσμου, πού η κενοδοξία, πού η καλοπέραση και η απόλαυση, πού η επίδειξη, πού η ανάπαυση, πού τα μεγάλα λόγια, πού τα χρήματα και η υψηλή καταγωγή, πού ο πατέρας, πού η μητέρα, πού οι αδελφοί; Ποιος από αυτούς θα μπορέσει να γλιτώσει αυτήν την ψυχή, που θα την καίει η φωτιά και πικρά βάσανα θα την κατέχουν;
Αφού αυτά έτσι έχουν, τι λογής πρέπει να είναι η δική μας ζωή με άγια αναστροφή και με κάθε ευλάβεια προς τον Θεό;
Τι αγάπη έχουμε χρέος να αποκτήσουμε, τι λογής συμπεριφορά, τι τρόπο ζωής, τι λογής πορεία;
Ποια ακρίβεια στην κάθε μας ενέργεια, τι λογής πρέπει να΄ ναι η προσευχή μας, πόση βεβαιότητα να έχουμε;
Αυτά λοιπόν αφού τα περιμένουμε να συμβούν, ας φροντίσουμε να μας βρει ο Κύριος ακηλίδωτους και άμεμπτους, με ειρήνη, για να αξιωθούμε να τον ακούσουμε να λέει:
"Ελάτε οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου και κληρονομήστε τη βασιλεία, που έχει ετοιμασθεί για σας από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος".
21.     Είπε ο αββάς Ιακώβ:
"Όπως ακριβώς σ΄ ένα σκοτεινό θάλαμο, όταν μπει ένα λυχνάρι, τον φωτίζει, έτσι και ο φόβος του Θεού, εάν έλθει στην καρδιά του ανθρώπου, τη φωτίζει και της διδάσκει όλες τις αρετές και τις εντολές του Θεού".
23.     Είπε ο αββάς Λογγίνος:
v        "Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα,
v        η αγρυπνία καθαρίζει τον νου,
v        η ησυχία φέρνει το πένθος,
v        το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και τον απαλλάσσει από την αμαρτία".
24.     Ο αββάς Λογγίνος είχε μεγάλη κατάνυξη την ώρα της προσευχής και της ψαλμωδίας του, και μια φορά του λέει ένας μαθητής του:
"Αββά, αυτός είναι ο πνευματικός κανόνας, να κλαίει ο μοναχός, όταν κάνει την ακολουθία του; "
Και ο Γέροντας του απαντά:
"Ναι, παιδί μου, αυτός είναι ο κανόνας, που επιζητεί ο Θεός.
Βέβαια ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο να κλαίει, αλλά να χαίρεται και να ευφραίνεται και να τον δοξάζει, όπως οι άγγελοι, με την καθαρή και αναμάρτητη ζωή του.
Όμως ο άνθρωπος έπεσε στην αμαρτία και γι αυτό είναι ανάγκη να κλαίει, ενώ όπου δεν υπάρχει αμαρτία, εκεί δεν έχει θέση το κλάμα".
28.     Είπε ο αββάς Παφνούτιος, ο μαθητής του αββά Μακαρίου, ότι είπε ο Γέροντας:
"Όταν ήμουν μικρό παιδί, μαζί με άλλα παιδιά έβοσκα μοσχάρια.
Κάποια μέρα πήγαν να κλέψουν σύκα, και καθώς έτρεχαν, έπεσε ένα από τα σύκα κι εγώ το πήρα και το έφαγα.
Από τότε, όποτε το θυμάμαι αυτό, κάθομαι και κλαίω".
29.     Διηγήθηκαν για τον αββά Μακάριο τον μεγάλο ότι περπατώντας κάποια φορά στην έρημο, βρήκε παραπεταμένο πάνω στο χώμα ένα κρανίο νεκρού.
Το κούνησε λίγο με το φοινικένιο ραβδί του λέγοντάς του: "Συ, ποιος είσαι;
Αποκρίσου με".
Το κρανίο του μίλησε και είπε: "Εγώ ήμουν αρχιερέας των ειδωλολατρών που παρέμειναν σ΄ αυτόν τον τόπο, κι εσύ είσαι ο αββάς Μακάριος που έχει μέσα σου το άγιο Πνεύμα.
Όποια ώρα λοιπόν σπλαχνίζεσαι αυτούς που είναι στην κόλαση, παρηγορούνται λίγο".
Τον ρωτάει ο αββάς Μακάριος: "Και τι λογής παρηγοριά έχουν;"
Και απαντά το κρανίο: "Όση είναι η απόσταση μεταξύ ουρανού και γης, τόση είναι η φωτιά κάτω από μας.
Καθώς λοιπόν στεκόμαστε μέσα στη φωτιά από το κεφάλι ως τα πόδια, δεν είναι δυνατόν ο ένας να δει το πρόσωπο του άλλου, γιατί η ράχη του ενός είναι κολλημένη στη ράχη του άλλου.
Όταν όμως προσεύχεσαι για μας, βλέπει εν μέρει ο ένας το πρόσωπο του άλλου".
Έκλαψε τότε ο Γέροντας και είπε: "Αλίμονο στην ημέρα που γεννήθηκε ο άνθρωπος, εάν αυτή είναι η παρηγοριά της κόλασης".
Τον ξαναρωτάει ο Γέροντας: "Υπάρχει άλλο χειρότερο βάσανο απ΄ αυτό;"
Και λέει το κρανίο: "Το μεγαλύτερο βάσανο είναι κάτω από μας".
"Και ποιοι είναι σ΄ αυτό;" ρωτά ο Γέροντας.
"Εμείς -απαντά το κρανίο- πού δεν γνωρίσαμε τον Θεό, βρίσκουμε έστω λίγο έλεος.
Εκείνοι όμως που γνώρισαν τον Θεό και τον αρνήθηκαν και δεν έκαναν το θέλημά του, αυτοί είναι που βρίσκονται κάτω από μας".
Μετά απ΄ αυτά πήρε ο Γέροντας το κρανίο του, το έθαψε στη γη και συνέχισε τον δρόμο του.
30.     Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Μωυσή:
"Τι να κάνει ο άνθρωπος σε κάθε πειρασμό που του έρχεται ή σε κάθε λογισμό που του υποβάλλει ο εχθρός;"
Ο Γέροντας απαντά:
"Οφείλει να κλαίει μπροστά στον αγαθότατο Θεό, για να τον βοηθήσει και πολύ γρήγορα θα βρει ανάπαυση, αν παρακαλεί με επίγνωση, γιατί είναι γραμμένο: Δεν θα φοβηθώ τι θα μου κάνει άνθρωπος".
31.     Είπε ο αββάς Μωυσής:
"Όσοι νικηθήκαμε από κάποιο σωματικό πάθος, ας μην αμελήσουμε να μετανοήσουμε και να πενθήσουμε τους εαυτούς μας, προτού μας βρει το πένθος της κρίσεως".
32.     Είπε πάλι:
"Με τα δάκρυα αποκτά ο άνθρωπος τις αρετές και με τα δάκρυα επίσης συγχωρούνται οι αμαρτίες.
Την ώρα όμως που κλαις, μην υψώσεις τον τόνο του αναστεναγμού σου. Και ας μη γνωρίζει το αριστερό σου χέρι τι κάνει το δεξί. Το αριστερό βέβαια είναι η κενοδοξία".
39.     Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
"Τι να κάνω με τις αμαρτίες μου; "
Και απαντώντας ο Γέροντας του λέει:
"Αυτός που θέλει να λυτρωθεί από τις αμαρτίες του, με δάκρυα λυτρώνεται απ΄ αυτές και εκείνος που θέλει να αποκτήσει αρετές, με δάκρυα τις αποκτά.
Γιατί το να κλαίμε είναι η οδός που μας παρέδωσε η Γραφή, καθώς και οι πατέρες, που έλεγαν: Κλάψτε, άλλη οδός δεν υπάρχει παρά μόνον αυτή".
40.     Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
"Τι να κάνω μ΄ αυτές τις εσωτερικές ανησυχίες που με ταράζουν;"
Του απαντά ο Γέροντας:
"Να κλάψουμε μπροστά στην αγαθότητα του θεού ακούραστα, έως ότου μας δώσει το έλεός του".
41.     Ο αββάς Ιωσήφ διηγήθηκε ότι ο αββάς Ισαάκ είπε:
"Κάποτε καθόμουν μαζί με τον αββά Ποιμένα και τον είδα να πέφτει σε έκσταση.
Επειδή του είχα πολύ θάρρος, του έβαλα μετάνοια παρακαλώντας τον "πες μου, πού ήσουν; "
Εκείνος αναγκάσθηκε και είπε:
"Ο λογισμός μου ήταν εκεί στον Σταυρό του Σωτήρος, όπου έστεκε η αγία Μαρία η Θεοτόκος και έκλαιγε, και εγώ ήθελα πάντοτε έτσι να κλαίω".
42.     Ένας αδερφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα: "Τι να κάνω;"
Ο Γέροντας του απαντά: "Την ώρα που ο Θεός θα μας επισκεφθεί, για ποιο πράγμα θα ανησυχήσουμε; "
Του λέει ο αδελφός: "Για τις αμαρτίες μας".
Λέει λοιπόν ο Γέροντας:
"Ας μπούμε επομένως στο κελί μας και μένοντας εκεί ας θυμόμαστε τις αμαρτίες μας και τότε ο Κύριος θα μας βοηθάει σε όλα".
43.     Ο μακάριος Αθανάσιος, ο επίσκοπος της Αλεξάνδρειας, παρακάλεσε τον αββά Παμβώ να κατέβει από την έρημο στην Αλεξάνδρεια.
Πραγματικά, κατέβηκε και βλέποντας μια θεατρίνα, γέμισαν δάκρυα τα μάτια του.
Όταν τον ρώτησαν όσοι ήταν κοντά του να μάθουν γιατί έκλαψε, είπε:
"Δύο πράγματα μου έφεραν τα δάκρυα, το ένα η απώλεια εκείνης, και το άλλο το ότι εγώ δεν έχω τόση φροντίδα να αρέσω στον Θεό, όση έχει αυτή, προκειμένου να αρέσει σε ανήθικους ανθρώπους".
44.     Ο αββάς Παύλος είπε:
"Μέχρι τον λαιμό είμαι βυθισμένος σε βούρκο και κλαίω μπροστά στον Κύριο λέγοντας: Ελέησέ με".
46.     Έλεγαν για τον αββά Σεραπίωνα, ότι η ζωή του ήταν σαν ενός πουλιού.
Δεν απόκτησε ποτέ κανένα πράγμα του κόσμου αυτού ούτε έμεινε σε κελί, αλλά τυλιγμένος ένα σεντόνι και κρατώντας ένα μικρό Ευαγγέλιο τριγυρνούσε έτσι σαν να μην είχε σώμα.
Πολλές φορές τον έβρισκαν να κάθεται στον δρόμο έξω από ένα χωριό και να κλαίει γοερά και τον ρωτούσαν:
"Γέροντα, γιατί κλαις έτσι;"
Κι εκείνος τους απαντούσε:
"Ο Κύριος μου, μου εμπιστεύθηκε τα πλούτη του, αλλά εγώ τα έχασα, γι αυτό θέλει να με τιμωρήσει".
Εκείνοι, σαν τον άκουγαν, νόμιζαν ότι μιλάει για χρυσάφι και πολλές φορές του έριχναν ένα κομμάτι ψωμί και του έλεγαν:
"Αδελφέ, δέξου το αυτό και φάε, όσο για τα πλούτη που έχασες, ο Θεός έχει τη δύναμη να σου τα στείλει".
Και ο Γέροντας αποκρινόταν: "Αμήν".
47.     Είπε η αμμάς Συγκλητική:
"Αυτούς που πρωτοέρχονται στον Θεό τους περιμένει αγώνας και κόπος πολύς, ύστερα όμως ακολουθεί χαρά ανείπωτη.
Όπως ακριβώς αυτοί που θέλουν ν΄ ανάψουν φωτιά, στην αρχή καπνίζονται και τα μάτια τους δακρύζουν και κατόπιν πετυχαίνουν αυτό που θέλουν. Και μάλιστα η Γραφή λέει, "ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει".
Έτσι πρέπει κι εμείς τη θεϊκή φωτιά να την ανάψουμε μέσα μας με δάκρυα και κόπο".
48.     Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
"Ο μοναχός τη νύκτα την κάνει μέρα αγρυπνώντας και επιμένοντας στην προσευχή.
Έτσι κατανύσσοντας την καρδιά του χύνει δάκρυα και επικαλείται από τον ουρανό έλεος".
49.     Κάποιοι αδελφοί επισκέφθηκαν τον αββά Φίλικα, έχοντας μαζί τους ανθρώπους κοσμικούς, και τον παρακάλεσαν να τους πει ένα λόγο, αλλά ο Γέροντας σιωπούσε.
Καθώς όμως τον παρακαλούσαν πολλή ώρα, τους είπε: "Θέλετε ν΄ ακούσετε κάποιο λόγο; "
Του λένε: "Ναι, αββά", και ο Γέροντας τους είπε:
"Τώρα πια δεν υπάρχει λόγος.
Άλλοτε, όταν ρωτούσαν τους Γέροντες οι αδελφοί και έκαμναν όσα τους έλεγαν, ο Θεός τους φώτιζε πώς να μιλήσουν.
Τώρα όμως, επειδή ρωτούν βέβαια, αλλά δεν τηρούν αυτά που ακούν, ο Θεός πήρε από τους Γέροντες τη χάρη κι έτσι δεν βρίσκουν τι να πουν, γιατί ακριβώς δεν υπάρχει αυτός που θα τα εφαρμόσει".
Όταν τα άκουσαν αυτά οι αδελφοί στέναξαν και είπαν: "Αββά, προσευχήσου για μας".
55.     Διηγήθηκε ένας Γέροντας ότι κάποιος αδελφός ήθελε να φύγει για να μονάσει, αλλά τον εμπόδιζε η ίδια η μητέρα του.
Αυτός όμως δεν παραιτούνταν από τον σκοπό του και έλεγε: "Θέλω να σώσω την ψυχή μου".
Η μητέρα του αν και προσπάθησε πολύ να τον εμποδίσει, δεν τα κατάφερε και τελικά υποχώρησε στην επιθυμία του.
Έφυγε λοιπόν, έγινε και μοναχός, αλλά ξόδεψε τη ζωή του με αμέλεια.
Κάποτε πέθανε η μητέρα του και μετά από ένα χρονικό διάστημα συνέβη να αρρωστήσει κι αυτός πολύ βαριά και κάποια στιγμή ήρθε σε έκσταση και αρπάχθηκε στην κρίση, εκεί βρήκε τη μητέρα του ανάμεσα στους κατάδικους.
Εκείνη λοιπόν, μόλις τον είδε, έκπληκτη του λέει: "Τι συμβαίνει, παιδί μου;
Και συ καταδικάσθηκες να΄ ρθεις στον τόπο αυτό; Και πού πήγαν τα λόγια που έλεγες; Θέλω να σώσω την ψυχή μου;"
Ντροπιάστηκε βέβαια μ΄ αυτά που άκουσε και στεκόταν καταλυπημένος μη μπορώντας να της δώσει καμιά απάντηση.
Οικονόμησε όμως ο φιλάνθρωπος Θεός και μετά το όραμα αυτό ανέλαβε από την ασθένειά του.
Και επειδή σκέφθηκε ότι από τον Θεό του έγινε μια τέτοια επίσκεψη, έγινε έγκλειστος και φρόντιζε για τη σωτηρία του, μετανοώντας και κλαίοντας για όσα μες στην αμέλεια του έκανε πιο μπροστά.
Και τόσο μεγάλη ήταν η κατάνυξή του, ώστε πολλοί τον παρακαλούσαν να υποχωρήσει λίγο, μήπως και πάθει κάποια ζημιά από το υπερβολικό κλάμα.
Αυτός όμως δεν παρηγοριόταν με τίποτε και έλεγε:
"Εάν δεν μπόρεσα να αντέξω τον εξευτελισμό από τη μητέρα μου, πώς θα σηκώσω κατά την ημέρα της κρίσεως την αισχύνη μπροστά στον Χριστό και τους αγίους αγγέλους;"
56.     Είπε κάποιος Γέροντας:
"Εάν υπήρχε περίπτωση, κατά την παρουσία του Θεού μετά την ανάσταση, να ξεψυχήσουν από φόβο οι άνθρωποι, όλος ο κόσμος θα πέθαινε από τρόμο και έκπληξη.
Τι θέαμα θα είναι να βλέπει κανείς να ανοίγουν οι ουρανοί και τον Θεό να εμφανίζεται με οργή και αγανάκτηση και αναρίθμητες στρατιές αγγέλων, και μαζί ολόκληρη την ανθρωπότητα!
Γι αυτό οφείλουμε να ζούμε έτσι, ωσάν κάθε μέρα να ζητάει ο Θεός να λογοδοτούμε για τον τρόπο της ζωής μας".
57.     Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον Γέροντα:
"Πώς έρχεται ο φόβος του Θεού στις ψυχές; "
Ο Γέροντας απάντησε:
"Αν ο άνθρωπος έχει την ταπείνωση και την ακτημοσύνη και το να μην κρίνει τους άλλους, θα ΄ρθει ο φόβος του Θεού σ΄ αυτόν".
58.     Ένας αδελφός επισκέφθηκε κάποιον Γέροντα και τον ρώτησε:
"Αββά, για ποιον λόγο η καρδιά μου είναι σκληρή και δεν φοβούμαι τον Θεό; "
Και του είπε ο Γέροντας:
"Νομίζω πώς αν ένας άνθρωπος έχει παντοτινό έλεγχο μέσα του, αποκτά τον φόβο του Θεού".
Τον ξαναρωτά ο αδελφός: "Και τι είναι ο έλεγχος; "
Και απαντά ο Γέροντας:
"Είναι το να ελέγχει ο άνθρωπος σε κάθε περίπτωση τις κινήσεις της ψυχής του λέγοντας στον εαυτό του:
"Θυμήσου ότι κάποια ώρα θα συναντήσεις τον Θεό".
Να προσθέτει και αυτό: "Τι έχω εγώ να κάνω με τους ανθρώπους;"
Νομίζω πως αν μείνει κανείς σταθερά σ΄ αυτά, θα ΄ρθει ο φόβος του Θεού μέσα του".
59.     Είδε κάποτε ένας Γέροντας κάποιον να γελά και του λέει:
"Πρόκειται να απολογηθούμε ενώπιον ουρανού και γης για όλη μας τη ζωή και συ γελάς;"
60.     Είπε ένας Γέροντας:
"Όπως μας συνοδεύει παντού η σκιά μας, κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να έχουμε μέσα μας τα δάκρυα και τη συντριβή, όπου κι αν βρισκόμαστε".
61.     Κάποιος αδελφός ρώτησε έναν Γέροντα: "Τι να κάνω; "
Και του είπε ο Γέροντας: "Οφείλουμε να χύνουμε δάκρυα πάντοτε.
Συνέβη κάποτε κάποιος από τους πατέρες να πεθάνει και μετά από πολλή ώρα επανήλθε στον εαυτό του και τον ρωτήσαμε:
"Τι είδες εκεί, αββά;" Και μας είπε τότε κλαίοντας:
"Άκουσα εκεί έναν ασταμάτητο θρήνο απ΄ αυτούς πού έλεγαν αλίμονό μου, αλίμονό μου".
Το ίδιο και εμείς οφείλουμε να λέμε πάντοτε".
62.     Αδελφός ζήτησε από κάποιον Γέροντα να μάθει λέγοντας:
"Πόσο επιθυμεί η ψυχή μου τα δάκρυα, καθώς ακούω τους Γέροντες να μιλούν γι αυτά, αλλά δεν έρχονται και θλίβομαι".
Και ο Γέροντας του είπε:
"Οι Ισραηλίτες περίμεναν σαράντα χρόνια για να μπουν στη γη της επαγγελίας.
Τα δάκρυα είναι η γη της επαγγελίας, στην οποία εάν επιστρέψεις, δεν έχεις στο εξής να φοβηθείς πόλεμο.
Έτσι ο Θεός θέλει να θλίβεται η ψυχή, για να επιθυμεί πάντοτε να μπει στη χώρα εκείνη".
64.     Δύο σαρκικοί αδελφοί απαρνήθηκαν τον κόσμο και πήγαν στο όρος της Νιτρίας, όπου και υποτάχτηκαν σ΄ έναν πνευματικό πατέρα.
Ο Θεός έδωσε και στους δύο το χάρισμα των δακρύων και της κατανύξεως.
Μια φορά λοιπόν ο Γέροντας σε όραμα βλέπει τους δύο αδελφούς να στέκονται και να προσεύχονται κρατώντας στα χέρια φύλλα χαρτιού γραμμένα και να τα βρέχουν με τα δάκρυά τους.
Του ενός τα γράμματα σβήνονταν εύκολα, ενώ του άλλου ύστερα από κόπο, γιατί φαίνονταν σαν να ήταν γραμμένα με έγκαυστη μελάνη.
Ο Γέροντας παρακάλεσε τον Θεό να του δοθεί εξήγηση για το όραμα.
Πραγματικά του παρουσιάστηκε ένας άγγελος Κυρίου και του λέει:
"Τα γράμματα στα χαρτιά είναι τα αμαρτήματά τους. Ο ένας με φυσικό τρόπο αμάρτησε και γι αυτό εύκολα διαλύονται τα σφάλματά του. Ο άλλος μολύνθηκε με ακάθαρτα και βρωμερά παρά φύσιν αμαρτήματα και γι αυτό χρειάζεται να καταβάλει περισσότερο κόπο για μετάνοια και πολλή ταπείνωση".
Από το όραμα και ύστερα έλεγε ο Γέροντας στον αδελφό:
"Κόπιασε, αδελφέ, γιατί τα γράμματα είναι εγκαυστά και με κόπο εξαλείφονται", αλλά δεν του φανέρωσε το πράγμα μέχρι τον θάνατό του, για να μην του κόψει την προθυμία.
Ωστόσο όλο και περισσότερο του έλεγε: "Κόπιασε, αδελφέ, γιατί με κόπο σβήνουν".
66.     Ένας αδελφός προχωρημένος στην πνευματική ζωή, την ώρα που έκαμνε τον κανόνα του μαζί με τον δικό του αδελφό, του ήταν αδύνατο να συγκρατήσει τα δάκρυά του και σταματούσε να λέει τον ψαλμό. Μια φορά ο αδελφός τον παρακάλεσε να του πει τι σκέφτεται την ώρα του κανόνα και κλαίει τόσο πικρά.
Αυτός του είπε: "Συγχώρησέ με, αδελφέ. Εγώ πάντοτε όταν κάνω τον κανόνα μου, βλέπω τον κριτή κι εμένα τον ίδιο να στέκομαι μπροστά του σαν κατάδικος και να ανακρίνομαι και να μου λέει: "Γιατί αμάρτησες;"
Λοιπόν, επειδή δεν έχω τι να απολογηθώ, μου κλείνεται το στόμα και γι αυτό χάνω τον στίχο του ψαλμού. Συγχώρησέ με όμως, που σε θλίβω. Κι αν σε αναπαύει, ας κάνει
ο καθένας μας χωριστά από τον άλλον τον κανόνα του".
Του λέει ο αδελφός: "Όχι, πάτερ, γιατί κι αν ακόμη εγώ δεν έχω πένθος, αλλ΄ όμως, όταν σε βλέπω, κακίζω τον εαυτό μου".
Κι ο Θεός είδε την ταπείνωσή του και χάρισε και σ΄ αυτόν το πένθος του αδελφού του.
67.     Ένας από τους αδελφούς πήγε σε κάποιον Γέροντα που κατοικούσε στο όρος Σινά και τον παρακάλεσε:
"Πάτερ, πες μου πώς πρέπει να προσεύχομαι, γιατί πολύ εξόργισα τον Θεό".
Κι ο Γέροντας του λέει: "Παιδί μου, εγώ όταν προσεύχομαι, έτσι λέω:
Κύριε, αξίωσέ με να σε υπηρετήσω, όπως υπηρέτησα τον Σατανά, κι αξίωσέ με να σε αγαπήσω, όπως αγάπησα την αμαρτία".
68.     Είπε πάλι: "Καλό είναι ο άνθρωπος να απλώνει τα χέρια του προς τον ουρανό για προσευχή και να παρακαλάει τον Θεό, να περάσει ήρεμα η ψυχή κατά την έξοδο της μέσα από όλους αυτούς που επιχειρούν να την εμποδίσουν στον αέρα".
75.     Ένας Γέροντας είπε:
"Σε 'κείνον που μετανοεί αρμόζει να κάνει αυτά:
v        Να ζήσει μόνος,
v        να έχει φροντίδα για την ψυχή του,
v        να πενθεί για τις αμαρτίες του,
v        να μην έχει μέριμνα για τα πράγματα αυτού του κόσμου,
v        κανένα να μη στενοχωρήσει, τον εαυτό του να θλίβει,
v        τον εαυτό του να ελέγχει,
v        να ζει στερημένα, να κρίνει τον εαυτό του,
v        πάντοτε να αγρυπνεί και με πόνο καρδιάς να ζητάει από τον Θεό το έλεός του".
76.     Ένας Γέροντας είπε: "Όπως κάθε αμαρτία, που θα κάνει ο άνθρωπος, είναι έξω από το σώμα, ενώ αυτός που πορνεύει αμαρτάνει στο σώμα του, γιατί απ΄ αυτό έρχεται το μόλυσμα, έτσι κάθε εργασία που θα κάνει ο άνθρωπος είναι έξω από το σώμα, ενώ εκείνος που χύνει δάκρυα καθαρίζει την ψυχή και το σώμα. Γιατί το δάκρυ καθώς κατεβαίνει από πάνω, ξεπλένει και αγιάζει όλο το σώμα".
80.     Είπε πάλι:
"Το να μιλάει κανείς για την πίστη και να διαβάζει τα δόγματα είναι πράγματα που ξηραίνουν την κατάνυξη του ανθρώπου και την εξαφανίζουν, ενώ οι βίοι και οι λόγοι των Γερόντων δίνουν φως στην ψυχή".
81.     Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον Γέροντα: "Για ποιον λόγο η ψυχή μου αγαπά την ακαθαρσία;"
Και ο Γέροντας του είπε: "Η ψυχή θέλει τα πάθη, αλλά το Πνεύμα του Θεού είναι πού τη συγκρατεί.
Πρέπει να χύνουμε δάκρυα για τις αμαρτίες μας και τις ακάθαρτες διαθέσεις μας.
Είδες τη Μαρία, όταν έσκυψε στο μνήμα και έκλαιε, πώς της μίλησε ο Κύριος; Το ίδιο θα συμβεί και με την ψυχή".
82.     Ένας Γέροντας είπε:
"Ένας άνθρωπος που κάθεται στο κελί του και μελετάει τους ψαλμούς, μοιάζει με άνθρωπο που ζητάει τον βασιλιά.
Ενώ εκείνος που θρηνώντας ζητάει κάτι, κρατάει τα πόδια του βασιλιά, παρακαλώντας να βρει έλεος από μέρους του, όπως είχε κάνει η πόρνη".
83.     Είπε ένας Γέροντας:
"Λίγο - λίγο συνήθισε την καρδιά σου να λέει για τον καθέναν από τους αδελφούς:
"Στ΄ αλήθεια, αυτός είναι πιο προχωρημένος από μένα στον δρόμο του Θεού".
Και πάλι: "Αυτός είναι καλύτερος από μένα".
Και έτσι σιγά-σιγά θα φθάσεις στο σημείο να βάζεις τον εαυτό σου κάτω από όλους, και θα κατοικήσει μέσα σου το Πνεύμα του Θεού.
Ενώ, αν περιφρονήσεις έναν άνθρωπο, φεύγει η χάρη του Θεού από σένα και παραδίνεις τον εαυτό σου σε σαρκικούς μολυσμούς και σου σκληρύνεται η καρδιά και δεν θα υπάρχει καμιά κατάνυξη μέσα σου".
85.     Είπε πάλι:
"Αλίμονό σου, ψυχή, γιατί συνήθισες μόνο να ζητάς τον λόγο του Θεού και να τον ακούς και τίποτε να μην κάνεις από όσα ακούς.
Αλίμονό σου, σώμα, γιατί ξέρεις αυτά που σε μολύνουν και πάντοτε αυτά ζητάς, τον χορτασμό και την απόλαυση.
Αλίμονο στον νεώτερο που γεμίζει την κοιλιά του και δίνει εμπιστοσύνη στο θέλημά του, γιατί έτσι είναι μάταιη η απάρνηση του κόσμου που έκανε".
87.     Κάποιος Γέροντας ζούσε μόνος στη μονή των Μονιδίων και η παντοτινή του προσευχή ήταν η εξής:
"Κύριε, δεν έχω τον φόβο σου μέσα μου, γι αυτό στείλε μου κάποιον κεραυνό ή κάποια άλλη δύσκολη περίσταση, ή αρρώστια ή δαίμονα, μήπως έστω και μ΄ αυτόν τον τρόπο φοβηθεί η πωρωμένη μου ψυχή".
Αυτά έλεγε και συνέχιζε να παρακαλεί τον Θεό.
"Ξέρω ότι είναι αδύνατο να με συγχωρήσεις.
Γιατί αμάρτησα πολύ σε σένα, Δέσποτα, αλλ΄ αν είναι δυνατόν λόγω της ευσπλαχνίας σου, συγχώρεσέ με.
Αν όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει, τιμώρησέ με εδώ στη γη, Δέσποτα, και εκεί μη με παιδεύσεις, αλλ΄ εάν και αυτό είναι αδύνατο, τιμώρησέ με εδώ κατά ένα μέρος και εκεί ανακούφισέ με, έστω και λίγο, από την τιμωρία της κόλασης. Άρχισε από τώρα να με παιδεύεις, αλλά ας μην περιπέσω στην οργή σου, Δέσποτα".
Μ΄ αυτή την επιμονή ένα ολόκληρο χρόνο με ασταμάτητα δάκρυα, με πολλή ταπείνωση στους λογισμούς του και με νηστείες παρακαλούσε τον Θεό και σκεπτόταν:
"Άραγε τι να σημαίνει ο λόγος που είπε ο Χριστός: Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται;"
Και κάποια ημέρα ενώ καθόταν κατά γης θλιμμένος και θρηνούσε κατά τη συνήθειά του, νύσταξε, και να, του παρουσιάσθηκε ο Χριστός με ιλαρό πρόσωπο και με γλυκιά φωνή του είπε:
"Τι έχεις, άνθρωπε, γιατί τόσο κλαις;"
Του απάντησε εκείνος: "Επειδή έπεσα, Κύριε".
Και ο Ιησούς που του εμφανίσθηκε του λέει: "Σήκω επάνω".
Αποκρίθηκε τότε ο πεσμένος στη γη: "Δεν μπορώ, αν δεν μου δώσεις το χέρι σου".
Και άπλωσε Εκείνος το χέρι του και τον σήκωσε και του λέει πάλι με καλοσύνη:
"Γιατί κλαις, άνθρωπέ μου, γιατί τόσο λυπάσαι;"
"Και δεν θέλεις, Κύριε, -ρωτά ο αδελφός- να κλάψω και να λυπηθώ που τόσο σε πίκρανα;"
Τότε ο Κύριος άπλωσε το χέρι του πάνω στο κεφάλι του αδελφού, το αγκάλιασε και του λέει:
"Μη θλίβεσαι, ο Θεός θα είναι βοηθός σου από δω και πέρα. Επειδή εσύ πόνεσες, δεν θα στρέφεται πια η λύπη μου εναντίον σου. Εφόσον για σένα έχω χύσει το αίμα μου, δεν θα δείξω πολύ περισσότερο τη φιλανθρωπία μου και σε σένα και σε κάθε ψυχή που μετανοεί;"
Ο αδελφός συνήλθε κατόπιν από την οπτασία και ένιωσε την καρδιά του πλημμυρισμένη από χαρά, γιατί βεβαιώθηκε ότι ο Θεός τον ελέησε και έζησε σ΄ όλη του τη ζωή με πολλή ταπείνωση ευχαριστώντας τον Θεό.
90.     Κάποιος Γέροντας, κατά τη διάρκεια της νύχτας, μη γνωρίζοντας ότι ο μαθητής του άκουε, θρηνούσε πικρά με ολολυγμούς.
Τα δόντια του έτριζαν κι έπεφταν άφθονα τα δάκρυά του.
Και όταν τον παρακάλεσε ο μαθητής του να του πει τι του συμβαίνει, είπε:
"Ήρθα σε κατάνυξη και είδα τις ψυχές των αμαρτωλών στον Άδη σε ποια θλίψη είναι και δεν μπορώ από την ώρα εκείνη να παρηγορηθώ".
93.     Κάποιος είδε ένα νέο μοναχό να γελάει και του είπε:
"Μη γελάς, αδελφέ, γιατί διώχνεις τον φόβο του Θεού απ΄ την ψυχή σου".
103.   Είπε πάλι:
"Εάν περιπέσεις σε αμάρτημα και μετά αποκαταστήσεις τις σχέσεις σου με τον Θεό και αρχίσεις τη ζωή του πένθους και της μετάνοιας, πρόσεξε μην παύσεις να πονάς και να στενάζεις ενώπιον του Κυρίου ως την ημέρα του θανάτου σου, γιατί υπάρχει κίνδυνος να ξαναπέσεις γρήγορα στον ίδιο βόθρο.
Η κατά Θεόν λύπη είναι χαλινάρι της ψυχής, που τη συγκρατεί για να μην ξαναπέσει".
108.   Κάποιος Γέροντας που έμενε στο κελί του ολομόναχος, έκανε εξήντα χρόνια μοναχός χωρίς να σταματήσει ποτέ να κλαίει.
Και έλεγε πάντα: "Τον χρόνο της ζωής μας τον έχει δώσει ο Θεός για μετάνοια και πολύ θα τον αναζητήσουμε κάποτε".
110.   Κάποιος αδελφός ρώτησε έναν Γέροντα:
"Τι να κάνω, αββά, πού, όταν δω κάποιον να αμαρτάνει, τον κατακρίνω, και όταν ακούσω για έναν αδελφό πώς είναι αμελής, τον μισώ και θα χάσω έτσι την ψυχή μου;"
Και είπε ο Γέροντας:
"Όταν ακούσεις κάτι τέτοιο, απομακρύνσου αμέσως απ΄ τον λογισμό αυτό κάνοντας ένα άλμα και σπεύσε να θυμηθείς τη φοβερή ημέρα της Κρίσεως, αναλογίσου δίπλα σου το φρικτό βήμα, τον αδέκαστο δικαστή, τους πύρινους ποταμούς, που ρέουν μπροστά σ΄ εκείνο το βήμα κοχλάζοντας μέσα στη φοβερή φλόγα, τις ακονισμένες ρομφαίες, τις σκληρές τιμωρίες, την κόλαση που δεν έχει τέλος, τη νύχτα την άφεγγη, το σκοτάδι το εξώτερο, το φαρμακερό φίδι, τα άλυτα δεσμά, το τρίξιμο των δοντιών και τον οδυρμό που δεν έχει παρηγοριά. Αυτά λοιπόν να σκέπτεσαι, την αναπόφευκτη δηλαδή πανωλεθρία.
Κι εκείνος ο δικαστής δεν έχει ανάγκη από κατηγόρους ούτε από μάρτυρες ούτε από αποδείξεις ούτε από έλεγχο. Αλλά ανάλογα με τα πεπραγμένα θα παρουσιασθεί μπροστά στα μάτια του κάθε ενόχου. Τότε κανείς δεν θα βρεθεί να βγει και να μας γλιτώσει από την τιμωρία, ούτε πατέρας ούτε γιος ούτε μητέρα μήτε θυγατέρα μήτε κανείς άλλος συγγενής, ούτε γείτονας ούτε φίλος ούτε συνήγορος. Μήτε μπορεί την ενοχή να την εξαγοράσει το χρήμα, ο περίσσιος πλούτος ή η δύναμη. Όλα αυτά σαν να ΄ταν σκόνη θα εξαφανισθούν απ΄ τη μέση, και μόνος ο κρινόμενος θα πάρεις τις απολαβές του για όσα έπραξε, ή την αθωωτική απόφαση ή την καταδικαστική. Τότε κανείς άλλος δεν θα μπορεί να κριθεί για χάρη άλλου.
Ο καθένας θα κριθεί χωριστά για όσα διέπραξε.
Γνωρίζοντας αυτές τις αλήθειες μην κατακρίνεις κανέναν και θα είσαι πάντα ειρηνικός".
















ΤΟΜΟΣ B΄

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

Περί εγκρατείας ...; και όχι μόνο στην τροφή, αλλά και στις υπόλοιπες κινήσεις της ψυχής

1.       Κάποιοι αδελφοί από τη σκήτη ξεκίνησαν να επισκεφθούν τον αββά Αντώνιο. Μπήκαν λοιπόν σ΄ ένα καράβι για να πάνε και σ΄ αυτό βρήκαν έναν άλλο Γέροντα, που ήθελε κι αυτός να πάει εκεί.
Δεν τον γνώριζαν όμως αυτόν οι αδελφοί.
Καθισμένοι λοιπόν μέσα στο καράβι ανέφεραν μεταξύ τους αποφθέγματα Πατέρων ή ρητά από τη Γραφή και από ανάμεσα για το εργόχειρό τους.
Ο Γέροντας έμενε εντελώς σιωπηλός. Σαν βγήκαν στο λιμάνι, παρατήρησαν ότι και ο Γέροντας πήγαινε προς τον αββά Αντώνιο.
Κι όταν έφτασαν εκεί τους είπε ο αββάς Αντώνιος:
"Καλή συνοδεία βρήκατε τον Γέροντα αυτόν".
Και στον Γέροντα είπε:
"Καλούς αδελφούς είχες μαζί σου, αββά".
Και ο Γέροντας του απαντά:
"Καλοί βέβαια είναι, αλλά η αυλή τους δεν έχει πόρτα, και όποιος θέλει μπαίνει στον στάβλο και λύνει το γαϊδούρι".
Και αυτό το είπε, γιατί ό,τι ερχόταν στο στόμα τους, το έλεγαν.
8.       Ο ίδιος βάδιζε κάποτε μαζί με τους μαθητές του, και ένας απ΄ αυτούς βρήκε πάνω στον δρόμο ένα μικρό αρακά χλωρό και λέει στον Γέροντα:
"Πάτερ, μου επιτρέπεις να το πάρω αυτό;"
Τον κοίταξε με απορία ο Γέροντας και του λέει: "Εσύ το έβαλες εκεί;"
"Όχι" απαντά ο αδελφός.
"Και πώς λοιπόν θέλεις να πάρεις -του λέει ο Γέροντας- αυτό που δεν το έβαλες εσύ;"
20.     Έλεγαν για τον αββά Ελλάδιο ότι έτρωγε ψωμί και αλάτι. Όταν έφτανε το Πάσχα έλεγε στον εαυτό του: "Οι αδελφοί τρώνε ψωμί και αλάτι. Εγώ όμως οφείλω να κάνω λίγο κόπο για το Πάσχα και επειδή τις άλλες μέρες τρώγω καθιστός, τώρα που είναι Πάσχα θα κάνω τον κόπο να τρώγω όρθιος".
21.     Έλεγαν για τον αββά Ελλάδιο ότι έμεινε είκοσι χρόνια στα Κελλία και δεν σήκωσε ποτέ τα μάτια του να δει τη στέγη της εκκλησίας.
22.     Έλεγαν για τον αββά Ζήνωνα ότι βαδίζοντας κάποτε στην Παλαιστίνη κουράστηκε και έκατσε να φάει κοντά σ΄ έναν κήπο με αγγουριές.
Και του λέει ο λογισμός του: "Πάρε ένα αγγουράκι και φάγε, δεν είναι τίποτε αυτό".
Κι αυτός απάντησε στον λογισμό του: "Οι κλέφτες πάνε στην κόλαση".
Σηκώθηκε λοιπόν και στάθηκε μέσα στον καύσωνα πέντε μέρες. Και αφού τσιγαρίσθηκε, είπε: "Δεν μπορώ να αντέξω την κόλαση".
Λέγει τότε στον λογισμό του: "Αν δεν μπορείς, μην κλέβεις για να τρως".
23.     Είπε ο αββάς Ησαϊας:
"Τη σιωπή να την αγαπάς περισσότερο από το λόγο. Γιατί η σιωπή φέρνει θησαυρό, ενώ η ομιλία τον διασκορπίζει".
29.     Είπε ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός:
"Εάν ένας βασιλιάς θελήσει να καταλάβει μια εχθρική πόλη, πρώτα δεσμεύει το νερό και την τροφή. Και έτσι οι εχθροί κινδυνεύοντας να πεθάνουν από την πείνα υποτάσσονται σ΄ αυτόν. Το ίδιο ισχύει και για τα σαρκικά πάθη. Εάν ο άνθρωπος ζήσει με νηστεία και πείνα, οι εχθροί που είναι στην ψυχή του χάνουν τη δύναμή τους".
33.     Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης:
"Γιατί οι δαίμονες σε φοβούνται τόσο πολύ;"
Και του απαντά ο Γέροντας: "Από την ώρα που έγινα μοναχός προσπαθώ να μην επιτρέπω την οργή να ανέβει στο στόμα μου".
37.     Κάποιος από τους Γέροντες πήγε στον συνασκητή του για να πάν να επισκεφθούν τον αββά Ιωσήφ.
Του λέει λοιπόν: "Πες στον μαθητή σου να μας στρώσει το γαϊδουράκι".
Και του αποκρίνεται εκείνος: "Φώναξέ τον και ό,τι θέλεις θα στο κάνει".
Τον ρωτά "πώς ονομάζεται" και απαντά ο άλλος "δεν γνωρίζω".
Πόσον καιρό είναι μαζί σου -λέει ο Γέροντας- και δεν ξέρεις το όνομά του;"
"Δύο χρόνια" του απαντά.
"Αν εσύ δύο χρόνια δεν γνωρίζεις το όνομα του μαθητή σου -λέει ο επισκέπτης Γέροντας- εγώ τι χρειάζεται να το μάθω σε μια μέρα;"
45.     Είπε ο αββάς Μακάριος:
"Εάν επιπλήττοντας κάποιον, αισθανθείς μέσα σου να κινείται οργή, ικανοποιείς δικό σου πάθος.
Και δεν σε υποχρεώνει κανείς να χάσεις τον εαυτό σου, για να σώσεις άλλους".
46.     Προσφέρθηκαν κάποτε στον αββά Μακάριο σταφύλια που επιθυμούσε να τα φάει. Από εγκράτεια όμως τα έστειλε σε έναν αδελφό άρρωστο πού κι αυτός είχε την επιθυμία να φάει σταφύλια. Αυτός τα πήρε, έδειξε μάλιστα πάρα πολύ χαρούμενος, γιατί ήθελε να κρύψει την εγκράτειά του, και κατόπιν τα έστειλε σε άλλον αδελφό με τη δικαιολογία ότι δεν έχει όρεξη για οτιδήποτε φαγώσιμο. Τα πήρε κι εκείνος και έκανε το ίδιο, αν και είχε μεγάλη επιθυμία να τα γευθεί. Καθώς λοιπόν σε πολλούς αδελφούς πήγαν τα σταφύλια και κανείς δεν θέλησε να τα φάει, ο τελευταίος επίσης αδελφός δεν τα έφαγε και τα έστειλε στον αββά Μακάριο πιστεύοντας ότι του προσφέρει σπουδαίο δώρο. Ο Μακάριος όμως τα αναγνώρισε και αφούερεύνησε τι ακριβώς συνέβη, θαύμασε και ευχαρίστησε το Θεό για την τόσο μεγάλη εγκράτεια των αδελφών.
54.     Είπε πάλι:
"Εάν ο άνθρωπος θα θυμάται το ρητό της Γραφής ότι τα λόγια σου θα σε δικαιώσουν και τα λόγια σου θα σε καταδικάσουν, θα προτιμάει μάλλον να σιωπά".
55.     Είπε ακόμη ο Γέροντας ότι ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ εάν είναι καλό να επαινούμε τον πλησίον.
Και του απάντησε: "Καλύτερη είναι η σιωπή".
84.     Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Τιθόη:
"Πώς να περιφρουρήσω την καρδιά μου;"
Κι ο Γέροντας του λέει:
"Πώς να φυλάξουμε την καρδιά μας, όταν είναι ανοικτές η γλώσσα μας και η κοιλιά μας;"
87.     Είπε πάλι:
"Εκείνος που δεν κυριαρχεί στη γλώσσα του σε ώρα οργής, αυτός ούτε στα πάθη του θα κυριαρχήσει ποτέ".
88.     Είπε ακόμη: "Προτιμότερο είναι να τρώει κανείς κρέας και να πίνει κρασί, παρά να τρώει τις σάρκες των αδελφών του με την καταλαλιά".
104.   Βγήκε έξω κάποια φορά ο Γέροντας τη νύκτα και με βρήκε να κοιμάμαι στην αυλή του κελιού.
Και άρχισε ο Γέροντας να με θρηνεί και έλεγε κλαίοντας:
"Άραγε πού βρίσκεται ο λογισμός του και κοιμάται τόσο αμέριμνα;"
106.   Κάποιος από τους Γέροντες επισκέφθηκε άλλον Γέροντα, ο οποίος είπε στον μαθητή του:
"Κάνε μας λίγη φακή". Και έκανε. "Μούσκεψε και ψωμί" και μούσκεψε.
Και παρέμειναν μιλώντας για πνευματικά θέματα ως την έκτη ώρα της άλλης μέρας.
Και λέει στον μαθητή του πάλι:
"Κάνε μας λίγη φακή, παιδί μου".
Και του απαντά ο μαθητής: "Από χθες την έκανα".
Και τότε σηκώθηκαν και έφαγαν.
107.   Αρρώστησε κάποιος από τους Γέροντες και επειδή δεν μπορούσε να δεχθεί τροφή, τον παρακαλούσε πολλές μέρες ο μαθητής του να του κάνει λίγο κουρκούτι από σιμιγδάλι. Πράγματι πήγε, το έκανε και του το έφερε να φάει. Αλλά υπήρχε εκεί κρεμασμένο ένα αγγείο με λίγο μέλι μέσα και ένα άλλο με λίγο λάδι από λινόσπορο, μύριζε μάλιστα αυτό, γιατί ήταν από πολύ καιρό και προοριζόταν για το λυχνάρι. Και ο αδελφός κατά λάθος έβαλε στο φαγητό του Γέροντα απ΄ αυτό αντί για μέλι.
Ο Γέροντας όταν το δοκίμασε, δεν έβγαλε μιλιά αλλά έφαγε σιωπηλός. Ο αδελφός επέμεινε να πάρει και δεύτερη φορά και ο Γέροντας βιάζοντας τον εαυτό του έφαγε.
Του δίνει και τρίτη φορά, αλλά δεν θέλησε να φάγει λέγοντας: "Αλήθεια, παιδί μου, δεν μπορώ".
Κι ο αδελφός για να του κάνει τη διάθεση, του λέει: "Ωραίο είναι, αββά μου, να, κι εγώ θα φάω μαζί σου".
Μόλις όμως το δοκίμασε και αντιλήφθηκε τι έκανε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη λέγοντας:
"Αλίμονό μου, αββά, σε σκότωσα, και συ μου φόρτωσες την αμαρτία που δεν μίλησες".
Κι ο Γέροντας του λέει: "Παιδί μου, μη θλίβεσαι, εάν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, μέλι θα είχες βάλει".













ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

Διάφορες διηγήσεις ωφέλιμες για τους πολέμους που ξεσηκώνει μέσα μας
το πάθος της πορνείας

1.       Είπε ο αββάς Αντώνιος: "Νομίζω πώς το σώμα έχει μία φυσική κίνηση που έχει γίνει ένα μ΄ αυτό, αλλά δεν ενεργεί χωρίς τη συγκατάθεση της ψυχής, σημειώνει μόνο στο σώμα μια απαθή κίνηση. Υπάρχει όμως και άλλη κίνηση που προέρχεται από το ότι τρέφουμε και περιποιούμαστε το σώμα με φαγητά και ποτά. Και η θερμότητα του αίματος που οφείλεται σ΄ αυτά, διεγείρει το σώμα σε ενέργεια.
Γι αυτό και έλεγε ο Απόστολος: "Μη μεθάτε με κρασί που οδηγεί στην ασωτεία".
Αλλά και ο Κύριος, όταν έδινε εντολές στους μαθητές του, είπε:
"Προσέχετε μη σκληρύνουν οι καρδιές σας μέσα στην κραιπάλη και στη μέθη".
Υπάρχει όμως και μια άλλη κίνηση σ΄ αυτούς που αγωνίζονται πνευματικά. Αυτή προέρχεται από την δολιότητα και τον φθόνο των δαιμόνων.
Ώστε πρέπει να γνωρίζουμε ότι τρεις σωματικές κινήσεις υπάρχουν. Μια η φυσική, η άλλη από απροσεξία στις τροφές και η τρίτη από τους δαίμονες".
14.     Είπε ο αββάς Ποιμήν:
"Όπως ο σωματοφύλακας του βασιλιά στέκεται στο πλάι του πάντοτε έτοιμος, το ίδιο και η ψυχή πρέπει να είναι σε εγρήγορση απέναντι στον δαίμονα της σαρκικής αμαρτίας".
24.     Διηγούνταν για την αμμά Σάρρα ότι υπέμεινε δεκατρία χρόνια σφοδρό πόλεμο από τον δαίμονα της πορνείας και ποτέ δεν προσευχήθηκε για να απομακρυνθεί ο πόλεμος, αλλά μόνο έλεγε: "Θεέ μου, δος μου δύναμη".
25.     Είπαν επίσης για την ίδια ότι κάποια φορά το πονηρό πνεύμα της πορνείας της επετέθη σφοδρότερα θυμίζοντάς την τα μάταια πράγματα του κόσμου αυτού.
Αλλά αυτή ανυποχώρητη χάρις στο φόβο του Θεού και την άσκησή της, ευθύς ανέβηκε στο δωμάτιό της να προσευχηθεί.
Της παρουσιάζεται τότε το πνεύμα της πορνείας σωματικά και της λέει:
"Εσύ με νίκησες, Σάρρα".
Κι εκείνη απαντά: "Δεν σε νίκησα εγώ, αλλά ο Δεσπότης μου Χριστός".
34.     Είπε ένας Γέροντας: "Λέει ο εχθρός στον Πατέρα, στέλνω τους δικούς μου στους δικούς σου για να καταστρέψω τους δικούς σου. Κι αν δεν μπορώ να περάσω την πονηριά μου στους εκλεκτούς σου, τουλάχιστον τους δημιουργώ φαντασίες μέσα στη νύκτα".
Και λέει σ΄ αυτόν ο Σωτήρας: "Εάν ποτέ το έκτρωμα θα κληρονομήσει τον πατέρα του, άλλο τόσο κι αυτό θα λογαριασθεί ως αμαρτία στους εκλεκτούς μου".
35.     Για την αντιμετώπιση των βλαβερών λογισμών αποκρίθηκε κάποιος Γέροντας:
"Παρακαλώ, αδελφέ, όπως σταματήσαμε τις βλαβερές πράξεις, ας σταματήσουμε και τους λογισμούς. Γιατί τι είμαστε, παρά χώμα που προήλθε από χώμα;"
42.     Πολεμήθηκε κάποτε ένας μαθητής μεγάλου Γέροντα από σαρκικό πειρασμό.
Και ο Γέροντας βλέποντας τον κόπο του, του λέει: "Θέλεις να παρακαλέσω τον Θεό να σου ξαλαφρώσει τον πόλεμο;"
Κι αυτός είπε: "Όχι, αββά, γιατί αν και κοπιάζω, αλλά βλέπω καρπό από τον κόπο μου. Καλύτερα παρακάλεσε τον Θεό να μου δίνει υπομονή να τον αντέξω".
Κι ο αββάς τότε του είπε: "Σήμερα διαπίστωσα ότι έχεις προκόψει και με έχεις ξεπεράσει".
80.     Είπε επίσης ο Γέροντας ότι οι πονηροί λογισμοί μοιάζουν τις μύγες που μπαίνουν μέσα στο σπίτι.
Αν λοιπόν τις σκοτώνεις τμηματικά, μία-μία καθώς μπαίνουν, δεν κουράζεσαι. Αν όμως αφήσεις να γεμίσει το σπίτι, πολύς κόπος θα χρειαστεί για να τις βγάλεις.
Μπορεί βέβαια να το κατορθώσεις, μπορεί όμως να αποκάμεις και να τις αφήσεις να σου ρημάξουν το σπίτι.
87.     Είπε ένας Γέροντας: "Η αμεριμνία, η σιωπή και η καλυμμένη εσωτερική εργασία γεννούν την καθαρότητα".








ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

Περί ακτημοσύνης. Παράλληλα πρέπει να φυλαγόμαστε και από την πλεονεξία

1.       Κάποιος αδελφός που απαρνήθηκε τον κόσμο, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, κράτησε όμως λίγα για τον εαυτό του και πήγε στον αββά Αντώνιο. Όταν το ΄μαθε αυτό ο Γέροντας του λέει:
"Εάν θέλεις να γίνεις μοναχός, πήγαινε στο τάδε χωριό, αγόρασε κρέας, τύλιξέ το στο σώμα σου γυμνό και έλα κατόπιν εδώ".
Έκανε ο αδελφός όπως του υπέδειξε, αλλά τα σκυλιά και του πουλιά ξέσχισαν το σώμα του.
Όταν γύρισε στον Γέροντα, τον ρώτησε να μάθει εάν έγιναν τα πράγματα όπως τον συμβούλεψε.
Και καθώς εκείνος του έδειχνε το καταξεσχισμένο σώμα του, του λέει ο άγιος Αντώνιος:
"Εκείνοι που απαρνούνται τον κόσμο και θέλουν να έχουν χρήματα, έτσι κατακόπτονται από τους δαίμονες που τους πολεμούν".
7.       Πήγε κάποιος αδελφός στον Αγάθωνα και του ΄πε: "Άφησέ με να μένω μαζί σου".
Καθώς όμως πήγαινε βρήκε στο δρόμο ένα κομμάτι νίτρο και το ΄φερε αυτό.
Και ο Γέροντας τον ρώτησε: "Από πού βρήκες το νίτρο;"
"Στο δρόμο -είπε ο αδελφός- το βρήκα καθώς περπατούσα, και το πήρα".
Του λέει τότε ο Γέροντας: "Εάν ήλθες να κατοικήσεις μαζί μου, αυτό που δεν το έβαλες εσύ εκεί, πώς το πήρες;"
Και τον έστειλε να το πάει στο μέρος απ΄ όπου το είχε πάρει.
18.     Είπε επίσης:
"Είναι αδύνατο να ζήσει κανείς σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, εάν είναι φιλήδονος και φιλοχρήματος".
22.     Επισκέφθηκαν κάποτε μερικοί αδελφοί τον αββά Μακάριο στη Σκήτη.
Μέσα στο κελί του δεν υπήρχε τίποτε εκτός από νερό χαλασμένο, και του είπαν:
"Αββά, έλα πάνω στο χωριό και θα σε φροντίζουμε".
Κι ο Γέροντας τους λέει: "Αδελφοί, γνωρίζετε το ψωμάδικο του τάδε στην πόλη;"
"Ναι" του είπαν.
"Το ξέρω κι εγώ" τους αποκρίθηκε.
"Ξέρετε και το χωράφι του δείνα απ΄ όπου περνάει ο ποταμός;"
Του είπαν: "Ναι".
Και κατέληξε ο Γέροντας: "Κι εγώ το ξέρω. Όταν λοιπόν θέλω κάτι, δεν σας έχω ανάγκη. Παίρνω τα πόδια μου και πηγαίνω".
30.     Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
"Η θεληματική ακτημοσύνη είναι θησαυρός για τον μοναχό. Θησαύρισε, αδελφέ μου, για τον Ουρανό, γιατί ατέλειωτοι είναι οι αιώνες της αναπαύσεως".





















ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄

Διάφορες διηγήσεις που μας ενθαρρύνουν για υπομονή και ανδρεία

1.       Πήγαν κάποιοι στον αββά Αντώνιο και του είπαν:
"Πες μας κάποιο λόγο πώς να σωθούμε".
Και ο Γέροντας τους λέει:
"Ακούσατε τι λέει η Γραφή; Σας αρκεί αυτή".
Αλλά αυτοί είπαν:
"Θέλουμε και από σένα, πάτερ, να ακούσουμε".
Και ο Γέροντας τους είπε:
"Το Ευαγγέλιο λέει: Αν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί μάγουλο, γύρισέ του και το άλλο".
"Δεν μπορούμε -του λένε- να το κάνουμε αυτό".
"Εάν δεν μπορείτε να στρέψετε και το άλλο -λέει ο Γέροντας- υπομείνετε τουλάχιστον το ράπισμα στο ένα".
"Ούτε αυτό μπορούμε", του απαντούν.
Ξαναμιλάει ο Γέροντας:
"Εάν ούτε αυτό μπορείτε, μην ανταποδίδετε τα ίσα".
Λένε πάλι:
"Ούτε αυτό μπορούμε".
Τότε ο Γέροντας γυρνάει και λέει στον μαθητή του:
"Κάνε τους λίγο κουρκούτι, γιατί είναι άρρωστοι. Εάν το ένα δεν μπορείτε και το άλλο δεν θέλετε, τι να σας κάνω;"
4.       Είπε ο αββάς Ποιμήν:
"Τα σημάδια της προκοπής του μοναχού στους πειρασμούς φαίνονται".
6.       Ο αββάς Βησσαρίων είπε:
"Σαράντα χρόνια δεν έπεσα στο πλευρό μου, αλλά κοιμόμουν καθιστός ή όρθιος".
15.     Είπε ο αββάς Ησαϊας:
"Τίποτε δεν ωφελεί τόσο τον αρχάριο όσο οι προσβολές και οι περιφρονήσεις.
Όπως δηλαδή προκόβει το δένδρο που ποτίζεται καθημερινά, το ίδιο και ο αρχάριος που περιφρονείται και υπομένει".
20.     Είπε πάλι ότι κάποιος Γέροντας έμεινε σε κάποιο ιερό ειδωλολατρικό.
Πήγαν λοιπόν οι δαίμονες και του λένε: "Φύγε από τον τόπο μας".
Και ο Γέροντας τους είπε: "Εσείς δεν έχετε τόπο".
Άρχισαν τότε να του σκορπίζουν εντελώς τα βάϊα του κι ο Γέροντας επέμενε να τα μαζεύει.
Κατόπιν τον έπιασε ο δαίμονας από το χέρι και τον έσυρε έξω.
Μόλις έφτασε στην πόρτα ο Γέροντας, με το άλλο του το χέρι έπιασε την πόρτα κράζοντας:
"Ιησού, βοήθησέ με" και ευθύς ο δαίμονας εξαφανίστηκε και ο Γέροντας αναλύθηκε στα δάκρυα.
Τον ρώτησε τότε ο Κύριος: "Γιατί κλαίς;"
"Γιατί τολμούν -είπε ο Γέροντας- να πιάσουν τον άνθρωπο και να τον μεταχειρίζονται έτσι".
"Εσύ αμέλησες -του παρατήρησε ο Κύριος- γιατί μόλις με ζήτησες, να πώς σου βρέθηκα".
Και αυτά που λέω σημαίνουν ότι χρειάζεται πολύς κόπος. Εάν δεν κοπιάσει κανείς, δεν μπορεί να έχει τον Θεό μαζί του. Γιατί Αυτός για χάρη μας σταυρώθηκε.
24.     Είπε η αμμάς Θεοδώρα ότι κάποτε ένας ευλαβής δεχόταν βρισιές από κάποιον και του λέει:
"Μπορούσα κι εγώ με τον ίδιο τρόπο να σου μιλήσω, αλλά η εντολή του Θεού μου κλείνει το στόμα".
30.     Είπε ο αββάς Ισίδωρος:
"Η σοφία των αγίων αυτή είναι, να έχουν επίγνωση του θελήματος του Θεού. Γιατί όλα τα νικά ο άνθρωπος υπακούοντας στην αλήθεια, καθώς είναι πλασμένος κατ΄ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Και απ΄ όλα τα πνεύματα το φοβερότερο είναι το να ακολουθεί κανείς τη δική του καρδιά, δηλαδή τι του υπαγορεύει ο λογισμός του και όχι ο νόμος του Θεού. Και αυτό ύστερα του προκαλεί θλίψη, γιατί παραμένει γι αυτόν άγνωστο το μυστήριο του Θεού και δεν βρίσκει την οδό των αγίων για να βαδίζει σ΄ αυτήν. Τώρα λοιπόν είναι καιρός να κάνουμε το θέλημα του Θεού, γιατί η σωτηρία κερδίζεται σε καιρό θλίψεως καθώς λέει η Γραφή:
"Με την υπομονή σας, θα σώσετε την ψυχή σας".
35.     Έλεγε ο αββάς Ματόης:
"Προτιμώ εργασία ελαφριά και συνεχή παρά εξουθενωτική εξαρχής που γρήγορα όμως σταματάει".
58.     Είπε ο αββάς Φορτάς:
"Εάν ο Θεός θέλει να ζω, γνωρίζει πώς θα με εξοικονομήσει. Εάν όμως δεν θέλει, τι σκοπό έχει για μένα η ζωή;"
Δεν δεχόταν τίποτε από κανένα, αν και ήταν κρεβατωμένος. Και έλεγε:
"Εάν προσφέρει κανείς κάποια φορά κάτι σε μένα και δεν το κάνει για τον Θεό, ούτε εγώ έχω κάτι να του δώσω ούτε θα ΄χει μισθό από τον Θεό, εφόσον δεν το πρόσφερε για τον Θεό, και έτσι αδικείται αυτός που πρόσφερε.
Όσοι έχουν αφιερωθεί στον Θεό και σ΄ Αυτόν αποβλέπουν μόνο, πρέπει να έχουν τέτοια ευλάβεια, ώστε τίποτε να μην εκλαμβάνουν ως καταφρόνια, έστω κι αν συμβεί άπειρες φορές να αδικούνται".
63.     Επισκέφθηκαν κάποιοι αδελφοί στην έρημο ένα φημισμένο Γέροντα και του είπαν:
"Πώς μένεις καρτερικά εδώ, αββά, σηκώνοντας την κακοπάθεια αυτή;"
Και ο Γέροντας αποκρίθηκε:
"Όλη η κακοπάθειά μου όσον χρόνο βρίσκομαι εδώ, δεν συγκρίνεται ούτε με μια μέρα της κόλασης".
68.     Ένας Γέροντας μόναζε στην έρημο και το διάστημα που περπατούσε για να προμηθεύεται το νερό ήταν δώδεκα μίλια.
Κάποια φορά λοιπόν που πήγε να πάρει νερό, βαρέθηκε και είπε:
"Τι χρειάζεται αυτός ο κόπος; Θα ΄ρθω να μείνω κοντά στο νερό".
Μόλις το ΄πε αυτό, στρέφει το κεφάλι και βλέπει κάποιον να τον ακολουθεί και να μετράει τα βήματά του.
Τον ρωτάει ευθύς: "Ποιος είσαι εσύ;"
"Άγγελος Κυρίου -του απαντά- σταλμένος να μετρήσω τα βήματά σου για να σου δώσω τον μισθό σου".
Μόλις τ΄ άκουσε αυτό ο Γέροντας, ενθαρρύνθηκε, έγινε προθυμότερος και πήγε άλλα πέντε μίλια πιο βαθιά στην έρημο.
80.     Ήταν ένας Γέροντας στη Θηβαϊδα που έμενε σ΄ ένα σπήλαιο και είχε έναν υποτακτικό μαθητευόμενο. Συνήθιζε ο Γέροντας κάθε βράδυ να του δίνει ωφέλιμες συμβουλές και μετά από τη νουθεσία, έκανε προσευχή και τον έστελνε να κοιμηθεί. Κάποτε συνέβη μερικοί ευλαβείς λαϊκοί, επειδή γνώριζαν τη μεγάλη άσκηση του Γέροντα, να τους επισκεφθούν και να προσφέρουν σ΄ αυτούς κάποιο φαγητό να φάνε. Αφού έφυγαν αυτοί, κάθισε πάλι ο Γέροντας το βραδάκι, όπως το συνήθιζε, και νουθετούσε τον αδελφό. Την ώρα όμως που του μιλούσε, τον πήρε ο ύπνος. Και ο αδελφός έμεινε κοντά του, έως ότου ξυπνήσει και του κάνει την ευχή. Καθώς λοιπόν καθόταν πολλή ώρα και ο Γέροντας δεν ξυπνούσε, ενοχλήθηκε από τους λογισμούς του να πάει να κοιμηθεί χωρίς να του κάνει την απόλυση. Αλλά βίασε τον εαυτό του και αντιστάθηκε στον λογισμό και παρέμεινε. Πάλι όμως ενοχλήθηκε και δεν έφυγε. Κατά τον ίδιο τρόπο ενοχλήθηκε επτά φορές και αντιστάθηκε στον λογισμό. Αργότερα, αφού είχε προχωρήσει η νύκτα, ξύπνησε ο Γέροντας και τον βρήκε να κάθεται δίπλα του και του λέει:
"Δεν έφυγες μέχρι αυτή την ώρα;"
Κι εκείνος είπε:
"Όχι, αββά, γιατί δεν μου ΄κανες απόλυση".
"Και γιατί -τον ρωτάει ο Γέροντας- δεν με ξύπνησες;"
"Δεν τόλμησα -απαντά ο μαθητής- να σε σκουντήσω για να μη σου διακόψω τον
ύπνο".
Σηκώθηκαν ευθύς, άρχισαν τον όρθρο και όταν τελείωσε η ακολουθία, απέλυσε τον αδελφό ο Γέροντας. Και την ώρα που καθόταν μόνος, ήρθε σε έκσταση και βλέπει κάποιον να του δείχνει έναν τόπο λαμπρό στον οποίο υπήρχε ένας θρόνος και επάνω στον θρόνο ήταν τοποθετημένα επτά στεφάνια.
Και ρώτησε αυτόν που του τα έδειχνε:
"Τίνος είναι αυτά;"
Κι εκείνος είπε:
"Του μαθητή σου. Τον τόπο και τον θρόνο του τα χάρισε ο Θεός για την υπακοή του. Και τα επτά στεφάνια τα κέρδισε αυτή τη νύκτα".
Απόρησε ο Γέροντας γι αυτό που άκουσε και γεμάτος από δέος καλεί τον αδελφό και του λέει:
"Πες μου, τι έκανες τη νύκτα αυτή;"
"Συγχώρα με, αββά -απάντησε εκείνος- δεν έκανα τίποτε".
Ο Γέροντας νομίζοντας ότι από ταπεινοφροσύνη δεν ομολογεί, του είπε:
"Δεν θα σ΄ αφήσω να φύγεις, εάν δεν μου πεις τι έκανες ή τι σκέφτηκες τη νύκτα αυτή".
Αλλά ο αδελφός επειδή γνώριζε καλά ότι τίποτε δεν έχει κάνει, δεν είχε τι να πει.
Και λέει στον πατέρα:
"Αββά, δεν έκανα τίποτε, παρά μόνο ότι ενοχλήθηκα από λογισμούς επτά φορές να φύγω χωρίς να μου κάνεις την απόλυση, αλλά δεν έφυγα".
Όταν τ΄ άκουσε αυτό ο Γέροντας, κατάλαβε ότι κάθε φορά που πάλευε και νικούσε τον λογισμό του, κέρδιζε ένα στεφάνι από τον Θεό. Στον αδελφό βέβαια δεν είπε τίποτε, αλλά τα διηγήθηκε αυτά σε ανθρώπους πνευματικούς χάριν ωφελείας, για να γνωρίζουμε ότι και για λογισμούς πού δεν έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα ο Θεός μας στεφανώνει.
Καλό λοιπόν είναι να βιάζουμε πάντοτε τον εαυτό μας από αγάπη για τον Θεό.
Γιατί η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται και την αρπάζουν αυτοί που αγωνίζονται.
81.     Κάποτε ένας Γέροντας που έμενε στα Κελλία μόνος, αρρώστησε. Και επειδή δεν είχε κανέναν να τον εξυπηρετεί, σηκωνόταν και ό,τι έβρισκε στο κελί του το έτρωγε με διάκριση. Έμεινε άρρωστος πολλές μέρες και κανείς δεν ήρθε να τον επισκεφθεί. Όταν πέρασαν τριάντα μέρες και κανείς δεν είχε έρθει, έστειλε ο Θεός έναν άγγελο να τον υπηρετεί.
Έμεινε εκεί ο άγγελος επτά ημέρες και τότε θυμήθηκαν οι Πατέρες τον Γέροντα και είπαν μεταξύ τους:
"Μήπως πέθανε ο τάδε Γέροντας;"
Πήγαν πράγματι και μόλις χτύπησαν την πόρτα, έφυγε ο άγγελος.
Ο Γέροντας φώναζε δυνατά από μέσα:
"Φύγετε απ΄ εδώ, αδελφοί".
Αλλά παραβίασαν την πόρτα και μπήκαν και τον ρώτησαν γιατί φώναζε.
Κι εκείνος τους είπε:
"Τριάντα ημέρες ήμουν άρρωστος και κανείς δεν ήρθε να με δει.
Και να, εδώ και επτά ημέρες έστειλε ο Θεός τον άγγελό του να με υπηρετεί.
Και μόλις ήλθατε, έφυγε από κοντά μου".
Μετά το λόγο αυτό, εκοιμήθη. Και οι αδελφοί θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό, που δεν εγκαταλείπει αυτούς που ελπίζουν σ΄ Αυτόν.
82.     Είπε ένας Γέροντας:
"Εάν σε βρει αρρώστια σωματική, μη χάνεις το θάρρος σου.
Γιατί αν θέλησε ο Κύριός σου να υποφέρεις στο σώμα, ποιος είσαι σύ πού θα δυσφορήσεις;
Αυτός δεν σε φροντίζει για όλα;
Μήπως ζεις εν τη απουσία του;
Να είσαι καρτερικός λοιπόν και να Τον παρακαλείς να σου δίνει αυτά που σου συμφέρουν, δηλαδή να γίνεται το θέλημά Του.
Να ζεις με καρτερία και να τρέφεσαι από ελεημοσύνη (όσο είσαι άρρωστος)".
87.     Έλεγε κάποιος από τους Γέροντες για τον φτωχό Λάζαρο:
"Δεν βρίσκουμε να ΄χει κάνει αυτός καμιά αρετή, μόνο πού δεν γόγγυσε ποτέ κατά του Θεού ότι δεν τον σπλαχνίστηκε, αντίθετα, σήκωσε τον πόνο του με ευγνωμοσύνη και δεν κατέκρινε τον πλούσιο. Γι αυτό ο Θεός τον δέχθηκε ως δικό του".
89.     Είπε άλλος Γέροντας:
"Ο λόγος για τον οποίο δεν προκόβουμε είναι ότι δεν γνωρίζουμε τα μέτρα μας, ούτε έχουμε υπομονή στο έργο που αρχίζουμε αλλά θέλουμε άκοπα να αποκτούμε αρετή.
Επιπλέον πηγαίνουμε από τόπο σε τόπο νομίζοντας ότι θα βρούμε κάποιον τόπο πού δεν υπάρχει διάβολος".
97.     Ένας από τους Πατέρες κατοικούσε σε κάποιον τόπο και έκανε ζωή υποδειγματική.
Αυτός είχε έναν αδελφό που ήταν ηγούμενος μιας Λαύρας. Σκέφθηκε λοιπόν κάποια μέρα:
"Γιατί να κάθομαι εδώ και να κοπιάζω; Θα πάω στον αδελφό μου και αυτός θα μου δίνει τα χρειαζούμενα".
Σηκώθηκε και πήγε στον αδελφό του, ο οποίος μόλις τον είδε χάρηκε. Λέγει λοιπόν του αδελφού του:
"Θέλω να μείνω εδώ αλλά δώσ΄ μου ένα κελί για να μένω μόνος".
Του έδωσε, αλλά από την ώρα εκείνη και ύστερα λησμόνησε ότι ο αδελφός του ήλθε εκεί.
Οι αδελφοί της Λαύρας βλέποντας ότι είναι αδελφός του ηγουμένου, νόμιζαν ότι ο αδελφός του, του προσφέρει ό,τι χρειάζεται και δεν του πήγαν τίποτε, ούτε τον κάλεσαν σε κελί να πάρει τουλάχιστον ψωμί.
Και αυτός καθώς ήταν διστακτικός από σεβασμό, δεν ενοχλούσε κανέναν.
Σκέφθηκε τότε και είπε:
"Ίσως δεν είναι θέλημα Θεού να μείνω εδώ".
Παίρνει λοιπόν το κλειδί του κελιού, το επιστρέφει στον αδελφό του και του λέει:
"Συγχώρα με, δεν μπορώ να μένω εδώ".
Εκείνος εξεπλάγη και του λέει:
"Πότε ήλθες εδώ;"
"Εσύ δεν μου ΄δωσες το κλειδί του κελιού;" τον ρωτάει.
"Πίστεψέ με -του λέει ο αδελφός του- δεν θυμόμουν ότι ήλθες εδώ. Αλλά για τ΄ όνομα του Κυρίου, πες μου ποιος λογισμός σε έκανε και ήλθες εδώ;"
Κι εκείνος του είπε:
"Ακριβώς με τέτοια ελπίδα, να βρω δηλαδή ανάπαυση κοντά σου".
Τότε του λέει ο αδελφός του:
"Δίκαια λοιπόν μ΄ έκανε ο Θεός να σε λησμονήσω, γιατί δεν στήριξες την ελπίδα σου σ΄ Εκείνον, αλλά σε μένα".
Έτσι σηκώθηκε και επέστρεψε στο τόπο που κατοικούσε πρώτα.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄

Τίποτε δεν πρέπει να κάνουμε για επίδειξη

7.       Είπε ο αββάς Ησαϊας:
"Νομίζω πώς είναι πολύ σπουδαίο και πολύτιμο αγαθό να νικήσει κανείς την κενοδοξία και να προκόψει στη γνώση του Θεού. Γιατί αυτός που πέφτει στην εξουσία αυτού του πονηρού πάθους της κενοδοξίας, γίνεται ξένος προς την ειρήνη, σκληραίνει η καρδιά του προς τους εν Χριστώ αδελφούς και τελική συμφορά του είναι ότι πέφτει στην υψηλοφροσύνη, δηλαδή στην υπερηφάνεια, που είναι η μάνα όλων των κακών.
Εσύ όμως, πιστέ δούλε του Χριστού, κράτα κρυφή την εργασία σου, και με πόνο καρδιάς φρόντισε να μη χάσεις τον μισθό της εργασίας σου εξαιτίας της ανθρωπαρέσκειας. Γιατί αυτός που κάνει κάτι για να επιδειχθεί στους ανθρώπους απομακρύνεται από τον μισθό του, όπως είπε ο Κύριος".
12.     Πήγε άλλος αδελφός σ΄ αυτόν (στον αββά Θεόδωρο της Φέρμης) και άρχισε να μιλάει και να ερευνά για πράγματα, τα οποία ακόμη δεν είχε αρχίσει να τα εφαρμόζει. Και του λέει ο Γέροντας:
"Ακόμη δεν βρήκες πλοίο, ούτε τις αποσκευές σου φόρτωσες, και πριν ταξιδέψεις, έφτασες κιόλας σ΄ εκείνη την πόλη;
Πρώτα άρχισε την εργασία και καθώς την κάνεις, θα φθάσεις σ΄ αυτά που τώρα λες".
16.     Είπε ο αββάς Ποιμήν:
"Μάθε στην καρδιά σου να εφαρμόζει αυτά που διδάσκει η γλώσσα σου".
17.     Είπε επίσης:
"Οι άνθρωποι παρουσιάζουν με πληρότητα τη διδασκαλία, αλλά ελάχιστα
απ΄ αυτά εφαρμόζουν".
20.     Είπε ο αββάς Ποιμήν:
"Εκείνος που με κάθε τρόπο επιδιώκει τη φιλία των ανθρώπων, απομακρύνεται εντελώς από τη φιλία του Θεού.
Δεν είναι καλό να θέλει κανείς να αρέσει σε όλους. Γιατί η Γραφή λέει:
Αλίμονο σας όταν όλοι οι άνθρωποι σας επαινούν".
22.     Ο αββάς Αμμούν της Ραϊθούς ρώτησε τον αββά Σισόη:
"Όταν διαβάζω την Αγία Γραφή γυρεύει ο λογισμός μου να φτιάξει κάποιες ωραίες φράσεις, για να έχω ν΄ απαντώ, όταν με ρωτούν".
Κι ο Γέροντας του λέει:
"Δεν χρειάζεται. Καλύτερα είναι από την καθαρότητα του νου (της καρδιάς) να αποκτήσεις και το να μη μεριμνάς τι θα πιεις, και σωστά να μιλάς".
26.     Είπε η αγία Συγκλητική:
"Όπως ακριβώς ο θησαυρός όταν βγει στο φανερό, με τον καιρό λιγοστεύει και τελικά εξαφανίζεται, κατά τον ίδιο τρόπο και η αρετή, όταν γίνεται γνωστή και κοινοποιείται, χάνεται. Και όπως το κερί λιώνει, όταν πλησιάσει τη φωτιά, το ίδιο και η ψυχή διασκορπίζεται από τους επαίνους και χαλαρώνει".
28.     Κάποια φορά που καθόταν ο αββάς Τιθόης, κοντά εκεί ήταν ένας αδελφός αλλά δεν το ήξερε αυτό και στέναξε, και δεν κατάλαβε ότι ήταν ο αδελφός δίπλα, γιατί βρισκόταν σε έκσταση. Κατόπιν όμως του έβαλε μετάνοια και είπε: "Συγχώρεσέ με, αδελφέ, δεν έγινα ακόμα μοναχός, αφού στέναξα μπροστά σου".
31.     Ένας αδελφός, ασκητής που δεν έτρωγε ψωμί, επισκέφθηκε κάποιον ονομαστό Γέροντα. Βρέθηκαν εκεί τη μέρα εκείνη κι άλλοι ξένοι και μαγείρεψε ο Γέροντας για χάρη τους λίγο φαγητό. Όταν κάθισαν να φάνε, ο ασκητής έβαλε για τον εαυτό του μόνο ρεβίθια μουσκεμένα και έτρωγε.
Όταν σηκώθηκαν απ΄ το τραπέζι, τον πήρε ιδιαίτερα ο Γέροντας και του ΄πε:
"Αδελφέ, όταν επισκέπτεσαι κάποιον, μη δείχνεις τη μοναχική σου άσκηση. Αν, πάλι, θέλεις να κρατάς οπωσδήποτε την άσκησή σου, να κάθεσαι στο κελί σου και να μην πηγαίνεις πουθενά".
Ο ασκητής πήρε ένα καλό μάθημα από τα λόγια του Γέροντα και στο εξής στις συναντήσεις με τους αδελφούς δεν ξεχώριζε.
32.     Είπε κάποιος από τους Πατέρες ότι στις όχθες του ποταμού, κοντά στο χωριό όπου ο μακάριος Σιλουανός ζούσε στην Παλαιστίνη, κατοικούσε ένας αδελφός που προσποιούνταν τον σαλό. Έτσι, κάθε φορά που τον συναντούσε κάποιος αδελφός, άρχιζε και γελούσε. Γι αυτό λοιπόν κι εκείνος τον άφηνε κι έφευγε.
Συνέβη κάποια φορά να επισκεφθούν τον αββά Σιλουανό τρεις Πατέρες.
Και αφού έκαναν προσευχή, τον παρακάλεσαν να στείλει κάποιον μαζί τους για να δουν τους αδελφούς μέσα στα κελιά τους. Είπαν επίσης στον Γέροντα:
"Κάνε αγάπη και δώσε εντολή στον αδελφό να μας πάει σ΄ όλους".
Και ο Γέροντας ενώπιόν τους είπε στον αδελφό:
"Να πας τους Πατέρες σε όλους".
Ιδιαίτερα όμως του παρήγγειλε:
"Πρόσεξε, να μην τους πάς σ΄ εκείνον τον σαλό, για να μην σκανδαλισθούν".
Καθώς περνούσαν απ΄ τα κελιά των αδελφών οι Πατέρες, έλεγαν στον οδηγό τους:
"Δείξε αγάπη να μας πας σε όλους".
Και απαντούσε εκείνος:
"Βεβαίως".
Όμως δεν τους πήγε στο κελί του σαλού σύμφωνα με την εντολή του Γέροντα.
Όταν επέστρεψαν στον Γέροντα τους είπε:
"Είδατε τους αδελφούς;"
"Ναι -του είπαν- και ευχαριστούμε. Αλλά λυπούμαστε που δεν πήγαμε σ΄ όλους".
Ρωτάει τότε ο Γέροντας τον οδηγό τους:
"Δεν σου είπα να τους πάς σε όλους;"
"Έτσι έκανα, πάτερ" απάντησε ο αδελφός.
Αλλά και την ώρα που έφευγαν οι Πατέρες είπαν πάλι στον Γέροντα:
"Αληθινά σας είμαστε ευγνώμονες, που είδαμε τους αδελφούς, για ένα μόνο λυπούμαστε που δεν τους είδαμε όλους".
Παίρνει τότε ο αδελφός τον Γέροντα ιδιαίτερα και του λέει:
"Στον σαλό αδελφό δεν τους πήγα".
Αφού έφυγαν οι Πατέρες, ο Γέροντας καλοσκέφτηκε αυτό που έγινε, σηκώνεται λοιπόν και πάει στον αδελφό που προσποιούνταν τον σαλό.
Χωρίς να χτυπήσει, ανοίγει σιγά-σιγά το μάνδαλο και αιφνιδιάζει τον αδελφό.
Εκείνος καθισμένος έκανε την πνευματική του εργασία και είχε δύο καλαθάκια, το ένα από τα δεξιά και το άλλο από τα αριστερά.
Σαν είδε τον Γέροντα, άρχισε -όπως συνήθιζε- να γελάει. Κι ο Γέροντας του λέει:
"Άσ΄ τα τώρα αυτά και πες μου ποια είναι η άσκησή σου".
Εκείνος πάλι γελούσε. Συνέχισε ο αββάς Σιλουανός:
"Το ξέρεις πολύ καλά ότι εκτός Σαββάτου και Κυριακής δεν βγαίνω από το κελί, αλλά τώρα ήρθα μεσοβδόμαδα, γιατί ο Θεός μ΄ έστειλε εδώ".
Φοβήθηκε ο αδελφός και βάζοντας μετάνοια στον Γέροντα, του λέει:
"Συγχώρεσέ με, πάτερ. Κάθε πρωί αρχίζω την πνευματική μου εργασία έχοντας τα χαλίκια αυτά μπροστά μου. Εάν μου έρθει καλός λογισμός, ρίχνω ένα χαλίκι στο δεξιό ζεμπίλι, αν έρθει πονηρός λογισμός, ρίχνω στο αριστερό. Το απόγευμα μετρώ τα χαλίκια και αν του δεξιού είναι περισσότερα, τρώγω, αν όμως του αριστερού είναι περισσότερα, δεν τρώγω.
Την επόμενη μέρα πάλι εάν μου έρθει πονηρός λογισμός, λέγω στον εαυτό μου: Πρόσεξε τι κάνεις, γιατί πάλι δεν θα φας".
Θαύμασε σαν τ΄ άκουσε ο αββάς Σιλουανός, και είπε:
"Πράγματι οι Πατέρες που ήρθαν σήμερα άγιοι άγγελοι ήταν, που ήθελαν να κάνουν γνωστή την αρετή του αδελφού.
Γιατί και με την παρουσία τους ένιωσα μεγάλη χαρά και ευφροσύνη πνευματική".
37.     Είπε ένας Γέροντας:
"Εκείνος που φανερώνει τα καλά του έργα και τα κάνει γνωστά στον κόσμο, μοιάζει με τον σποριά που ρίχνει τον σπόρο στην επιφάνεια της γης και έρχονται τα πτηνά του ουρανού και τον τρώνε. Ενώ εκείνος πού κρύβει την άσκησή του, όπως βάζει ο σποριάς τον σπόρο μέσα στης γης τα αυλάκια, αυτός ακριβώς θα έχει άφθονη συγκομιδή".