ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄
Είναι ανάγκη να επαγρυπνούμε ώστε να μη κρίνουμε κανένα
1. Σε κάποιον αδελφό που έμενε στο κοινόβιο του αββά Ηλία, συνέβη κάποτε ένας πειρασμός. Γι αυτό τον έδιωξαν από κει και πήγε κοντά στον αββά Αντώνιο, στο όρος. Αφού έμεινε ο αδελφός κοντά του κάποιο χρονικό διάστημα, τον έστειλε ο αββάς στο κοινόβιο απ΄ όπου είχε φύγει. Εκείνοι όμως μόλις τον είδαν, τον ξανάδιωξαν και ο αδελφός γύρισε πάλι στον αββά Αντώνιο και του είπε:
"Δεν θέλησαν να με δεχθούν, πάτερ".
Τον έστειλε πάλι ο Γέροντας και τους μήνυσε το εξής:
"Ένα καράβι ναυάγησε μέσα στο πέλαγος, έχασε το φορτίο του και με κόπο πολύ έφθασε στη στεριά.
Και εσείς ό,τι σώθηκε και έφθασε στη στεριά, θέλετε να το καταποντίσετε;"
Κι εκείνοι όταν άκουσαν ότι ο αββάς Αντώνιος τον έστειλε, ευθύς τον δέχθηκαν.
8. Είπε ο αββάς Ησαϊας:
"Εάν σου έρθει λογισμός να κατακρίνεις τον πλησίον για κάποιο αμάρτημά του, πρώτα να σκεφθείς ότι εσύ είσαι περισσότερο αμαρτωλός απ΄ αυτόν και εκείνα που νομίζεις ότι σωστά τα κάνεις, μην πιστέψεις ότι ήσαν αρεστά στον Θεό. Και έτσι δεν θα τολμήσεις να καταδικάσεις τον πλησίον".
9. Είπε επίσης:
"Εάν δεν κατακρίνεις τον πλησίον αλλά εξουθενώνεις τον εαυτό σου, παρέχεις ανάπαυση στη συνείδησή σου".
9. Πήγε κάποτε ο αββάς Ισαάκ ο Θηβαίος σε κάποιο κοινόβιο και είδε έναν αδελφό να σφάλλει και τον κατέκρινε.
Όταν επέστρεψε στην έρημο, ήλθε άγγελος Κυρίου και στάθηκε μπροστά στην πόρτα του κελιού του και του είπε:
"Δεν σου επιτρέπω να μπεις".
Κι εκείνος παρακαλούσε κι έλεγε:
"Τι συμβαίνει;"
Αποκρίθηκε ο άγγελος και του είπε:
"Ο Θεός με έστειλε λέγοντας: Πες του, πού προστάζεις να βάλω τον αδελφό που έσφαλε και τον καταδίκασες".
Ευθύς μετανόησε ο αββάς και είπε:
"Αμάρτησα, συγχώρεσέ με".
Και ο άγγελος του είπε:
"Σήκω, σε συγχώρεσε ο θεός. Και στο εξής να προσέχεις να μην κρίνεις κανέναν, προτού τον κρίνει ο Θεός".
10. Έλεγε ο αββάς Παφνούτιος, ο μαθητής του αββά Μακαρίου:
"Παρακάλεσα τον Γέροντά μου λέγοντας: Πες μου κάποιον λόγο".
Κι εκείνος είπε:
"Να μην κακομεταχειριστείς κανέναν ούτε να τον κατακρίνεις. Αυτά να κάνεις και σώζεσαι".
11. Έλεγαν για τον αββά Μακάριο τον μεγάλο ότι είχε γίνει, όπως λέει η Γραφή, θεός επίγειος. Γιατί όπως ακριβώς ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι και ο αββάς Μακάριος σκέπαζε τα ελαττώματα που έβλεπε στους άλλους, σαν να μη τα έβλεπε, και εκείνα που άκουε σαν να μη τα άκουε.
12. Κάποιος αδελφός της Σκήτης κάποτε έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον αββά Μωυσή αλλ΄ αυτός δεν θέλησε να πάει.
Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: "Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι".
Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε άμμο.
Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: "Τι είναι αυτό, πάτερ;"
"Οι αμαρτίες μου -απαντά ο Γέροντας- που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω. Και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου".
Όταν τ΄ άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν.
18. Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
"Πες μου, πώς θα γίνω μοναχός;"
Και ο Γέροντας είπε:
"Εάν θέλεις να βρεις ανάπαυση και σ΄ αυτόν τον κόσμο και στη μέλλουσα ζωή, να λες σε κάθε περίπτωση: Ποιος είμαι εγώ; Και να μην κατακρίνεις κανένα".
20. Είπε επίσης:
"Μπορεί ένας άνθρωπος να φαίνεται ότι σιωπά ενώ η καρδιά του κατακρίνει τους άλλους, ένας τέτοιος άνθρωπος πάντοτε λαλεί.
Και μπορεί ένας άλλος να μιλάει από το πρωί ως το βράδυ και όμως κρατάει σιωπή γιατί δεν λέει τίποτε περισσότερο απ΄ όσα ωφελούν".
21. Ρώτησε ένας αδελφός τον αββά Ποιμένα:
"Εάν δω κάποιο σφάλμα του αδελφού μου, είναι καλό να το σκεπάσω;"
Κι ο Γέροντας απάντησε:
"Όποια ώρα σκεπάσουμε το σφάλμα του αδελφού μας, σκεπάζει και ο Θεός το δικό μας.
Και όποια ώρα θα φανερώσουμε του αδελφού το σφάλμα, θα φανερώσει και ο Θεός το δικό μας".
28. Ρώτησε ένας αδελφός τον αββά Ποιμένα:
"Τι να κάνω πού όταν πάω να κάνω την πνευματική μου εργασία με κυριεύει η αμέλεια;"
Κι ο Γέροντας του είπε:
"Να μην εξευτελίσεις κανέναν ούτε να τον κατακρίνεις. Κανέναν να μην κατηγορήσεις και ο Θεός θα σου δώσει ανάπαυση και η πνευματική σου εργασία θα γίνεται ήρεμα".
29. Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
"Τι να κάνω;"
Κι ο Γέροντας του είπε:
"Είναι γραμμένο: Την ανομία μου εγώ θα την εξαγγείλω και θα φροντίσω να απαλλαγώ από την αμαρτία μου".
40. Κάποιος αδελφός έκανε μια ερώτηση σ΄ έναν άγιο Γέροντα για να έχει μια βάση, ώστε να μην αμαρτάνει με τον λογισμό.
"Ας υποθέσουμε -είπε- ότι βλέπω κάποιον να κάνει κάτι και το λέω αυτό σε κάποιον άλλο, και βλέπω ότι δεν τον κατακρίνω, αλλά απλώς το συζητούμε. Αυτό παύει να είναι κατάκριση;"
Ο Γέροντας είπε: "Εάν μιλάς με εμπάθεια έχοντας κάτι εναντίον του, είναι κατάκριση, αν όμως είσαι ελεύθερος από πάθος, δεν είναι κατάκριση. Αλλά για να μη μεγαλώνει το κακό, η σιωπή είναι προτιμότερη".
42. Άκουσε κάποιος από τους αγίους Πατέρες ότι ένας αδελφός έπεσε στο αμάρτημα της πορνείας. Και είπε:
"Ώ, άσχημα έκανε".
Μετά από λίγες μέρες πεθαίνει ο αδελφός. Και πάει άγγελος του θεού με την ψυχή του αδελφού στον Γέροντα και του λέει:
"Δες αυτόν που κατέκρινες, πέθανε. Πού παραγγέλλεις να τον βάλω, στη Βασιλεία του Θεού ή στην κόλαση;"
Μετά απ΄ αυτό, μέχρι την ώρα του θανάτου του ο Γέροντας ζητούσε ασταμάτητα από τον Θεό με δάκρυα και πόνο πολύ να τον συγχωρήσει.
49. Είπε κάποιος Γέροντας:
"Εάν δεις αδελφό να αμαρτάνει, μη ρίξεις την αιτία σ΄ αυτόν αλλά στον πολέμιό του, και πες: Όπως αυτός νικήθηκε, έτσι κι εγώ.
Κλαίε και ζήτα τη βοήθεια του Θεού και δείχνε συμπόνια σ΄ αυτόν που άθελά του πάσχει. Γιατί κανείς δεν θέλει να αμαρτήσει στον Θεό, αλλά όλοι σφάλλουμε".
54. Είπε ένας Γέροντας:
"Τίποτε δεν παροργίζει τόσο τον Θεό και τίποτε δεν απογυμνώνει τόσο τον άνθρωπο από τη χάρη, ώστε να φτάσει και σε εγκατάλειψη από μέρους του Θεού, όσο το να κατηγορεί τον πλησίον του ή να τον κατακρίνει ή να τον εξουθενώνει. Και είναι τόσο βαρύτερη η κατάκριση από κάθε άλλη αμαρτία, ώστε ο ίδιος ο Χριστός λέει:
"Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι που έχεις στο μάτι σου και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις το σκουπιδάκι πού βρίσκεται στο μάτι του αδελφού σου".
Παρομοίασε δηλαδή το αμάρτημα του πλησίον με το σκουπιδάκι, ενώ την κατάκριση με το δοκάρι.
Είναι τόσο κακό το να κατακρίνει κανείς, σχεδόν ξεπερνά κάθε αμαρτία.
Επομένως τίποτε δεν είναι βαρύτερο, αδελφοί μου, ούτε χειρότερο από το να καταδικάσουμε ή να εξουθενώσουμε τον πλησίον.
Γιατί να μην προτιμούμε να κατακρίνουμε τον εαυτό μας;
Και εννοώ τα κακά τα δικά μας πού καλά τα γνωρίζουμε και για τα οποία πρόκειται να δώσουμε λόγο στον Θεό.
Γιατί αρπάζουμε το δικαίωμα της κρίσης του Θεού;
Τι θέλουμε από το πλάσμα του, τι θέλουμε από τον πλησίον;
Τι ζητάμε από τα βάρη του άλλου;
Έχουμε, αδελφοί, τι να φροντίσουμε. Ο καθείς ας προσέχει τον εαυτό του και τις δικές του κακίες.
Η εξουσία να δικαιώνει και να καταδικάζει, ανήκει μόνο στον Θεό, που γνωρίζει και την κατάσταση του καθενός και τη δύναμη, τον τρόπο της ζωής και τα χαρίσματά του, την ιδιοσυγκρασία και τις ικανότητές του, ανήκει στον Θεό που κρίνει ανάλογα με το καθένα απ΄ αυτά, όπως ο ίδιος μόνος τα γνωρίζει".__
ΤΟΜΟΣ Γ΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄
Περί διακρίσεως
2. Κάποιοι αδελφοί πήγαν στον αββά Αντώνιο να του αναφέρουν τα οράματα που έβλεπαν, και να πληροφορηθούν απ΄ αυτόν εάν πρόκειται για αληθινά οράματα ή τα δημιουργούν οι δαίμονες.
Αυτοί είχαν ένα γαϊδουράκι που τους ψόφησε στον δρόμο.
Μόλις έφθασαν στον Γέροντα, πρόλαβε και τους είπε:
"Πώς ψόφησε το γαϊδουράκι στον δρόμο;"
"Πού το ξέρεις, αββά;" τον ρώτησαν.
Κι εκείνος τους είπε:
"Οι δαίμονες μου το φανέρωσαν".
"Μα κι εμείς -είπαν- γι αυτό το θέμα ήρθαμε να σε ρωτήσουμε, γιατί βλέπουμε οράματα και πολλές φορές βγαίνουν αληθινά. Αλλά μη τυχόν πέφτουμε σε πλάνη;"
Και ο Γέροντας παίρνοντας ως παράδειγμα αυτό που συνέβη με τον όνο, τους πληροφόρησε ότι προέρχονται από τους δαίμονες.
5. Κάποιος αδελφός είπε στον αββά Αντώνιο:
"Προσευχήσου για μένα".
Και ο Γέροντας του λέει:
"Ούτε εγώ σε σπλαχνίζομαι ούτε ο Θεός, εάν συ ο ίδιος δεν σπεύσεις με ζήλο να ζητήσεις από τον Θεό".
6. Είπε επίσης ότι ο Θεός δεν επιτρέπει να ΄ρθουν οι μεγάλοι πειρασμοί στη γενιά αυτή όπως στις παλαιότερες, γιατί γνωρίζει ότι είναι αδύναμοι και δεν αντέχουν.
7. Είπε ο αββάς Αντώνιος ότι θα΄ ρθει εποχή, πού οι άνθρωποι θα φέρονται όπως οι παράφρονες. Και όταν θα βλέπουν κάποιον πού δεν θα συμπεριφέρεται ως παράφρων, θα τα βάζουν μαζί του και θα του λένε:
"Εσύ είσαι τρελός", επειδή δεν είναι όμοιος μ΄ αυτούς.
19. Είπε ο αββάς Αγάθων:
"Εάν κάποιος μου είναι υπερβολικά αγαπητός αλλά καταλάβω ότι με παρασύρει σε κάποιο ελάττωμα, κόβω αμέσως τις σχέσεις μου μαζί του".
33. Είπε επίσης ο αββάς Δανιήλ:
"Όσο ακμάζει το σώμα, τόσο η ψυχή αδυνατίζει, και όσο το σώμα αδυνατίζει, τόσο η ψυχή ακμάζει".
35. Ρωτήθηκε ο μακάριος Επιφάνιος εάν αρκεί ένας δίκαιος άνθρωπος για να κινήσει τον Θεό σε ευσπλαχνία, και είπε:
"Ναι, γιατί ο ίδιος ο Θεός είπε: Ψάξτε να βρείτε έναν άνθρωπο ο οποίος να είναι στην πράξη δίκαιος και ευσεβής και θα φανώ σπλαχνικός για όλο το λαό".
40. Είπε ο αββάς Ησαϊας:
"Η απλότητα και το να μην έχουμε περί πολλού τον εαυτό μας, καθαρίζει την καρδιά από την πονηρία".
47. Ο ίδιος είπε:
"Καμιά αρετή δεν μπορεί να αναμετρηθεί με την αρετή, να μην εξουθενώνουμε τον άλλον".
50. Ρωτήθηκε από κάποιον η αμμάς Θεοδώρα σχετικά με τα ακούσματα που φθάνουν στ΄ αυτιά μας:
"Πώς είναι δυνατόν -είπε- όταν γενικά τ΄ αυτιά μας δέχονται λόγια κοσμικών ανθρώπων ή οποιαδήποτε άλλα άσχετα, να παραμένουν προσανατολισμένα στον Θεό μόνο;"
Και η αμμάς του λέει:
"Όπως ακριβώς αν κάθεσαι σε τραπέζι όπου υπάρχουν πολλά φαγητά και τρως βέβαια, αλλά όχι με ευχαρίστηση, το ίδιο και όταν κοσμικά λόγια φθάνουν στ΄ αυτιά σου, την καρδιά σου να έχεις στραμμένη στον Θεό και μ΄ αυτή τη διάθεση δεν θ΄ ακούς με ευχαρίστηση και δεν παθαίνεις καμιά ζημιά".
64. Είπε ο αββάς Ιακώβ:
"Δεν χρειάζονται τα λόγια μοναχά, γιατί πολλά λένε οι άνθρωποι τούτον τον καιρό, χρειάζονται έργα.
Αυτό είναι το ζητούμενο και όχι τα λίγα τα άκαρπα".
78. Ρωτήθηκε ο αββάς Μιώς από έναν στρατιωτικό εάν ο Θεός δέχεται τον μετανοημένο.
Κι εκείνος αφού τον κατήχησε λέγοντάς του πολλά, τον ρώτησε:
"Πες μου, αγαπητέ, εάν σχισθεί η χλαίνη σου, την πετάς;"
"Όχι, -είπε- τη ράβω πάλι και τη χρησιμοποιώ".
"Αν λοιπόν εσύ -του λέει ο Γέροντας- λυπάσαι το ρούχο σου, ο Θεός δεν θα λυπηθεί το δικό του πλάσμα;"
83. Ένας αδελφός συμβουλεύθηκε τον αββά Ποιμένα:
"Διέπραξα -είπε- μεγάλη αμαρτία και θέλω να μπω σε κανόνα μετανοίας για τρία χρόνια".
Και ο Γέροντας του λέει:
"Πολύ είναι".
"Μήπως για ένα χρόνο;" ρωτάει ο αδελφός.
"Πολύ είναι" απαντά πάλι ο Γέροντας.
Αυτοί που βρίσκονταν εκεί είπαν:
"Μέχρι σαράντα μέρες;"
Και πάλι ο Γέροντας είπε:
"Είναι πολύ".
Και πρόσθεσε:
"Εγώ πιστεύω ότι εάν ο άνθρωπος μετανοήσει με όλη του την καρδιά και δεν συνεχίσει να κάνει την αμαρτία, και μέσα σε τρεις μέρες τον δέχεται ο Θεός".
96. Κάποιος αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα:
"Αν δω κάτι, το βλέπεις σωστό να μιλήσω γι αυτό;
Ο Γέροντας του λέει:
"Είναι γραμμένο ότι όποιος εκφράσει γνώμη, πριν του δώσουν τον λόγο, προδίδει αμυαλοσύνη και είναι ντροπή του.
Αν σε ρωτήσουν, μίλησε, αλλιώς σώπαινε".
102. Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
"Εάν βρεθεί ένας άνθρωπος να κάνει κάποια αμαρτία και μετανοήσει, θα τον συγχωρήσει ο Θεός;"
Και ο Γέροντας του λέει:
"Μα, ο Θεός που έδωσε εντολή στους ανθρώπους να κάνουν αυτό, πολύ περισσότερο δεν θα το κάνει ο ίδιος;
Είναι γνωστό ότι στον Πέτρο έδωσε εντολή: Μέχρι εβδομήντα φορές το εφτά να συγχωρούμε".
111. Ρώτησε κάποιος αδελφός τον αββά Ποιμένα:
"Τι είναι μετάνοια για την αμαρτία;"
Και ο Γέροντας απάντησε:
"Το να μην κάνει κανείς στο εξής την αμαρτία. Γι αυτό τον λόγο οι δίκαιοι ονομάσθηκαν άμεμπτοι, γιατί έπαυσαν να αμαρτάνουν και έγιναν δίκαιοι".
121. Άλλος αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
"Είναι προτιμότερο το να μιλάει κανείς ή να σιωπά;"
Ο Γέροντας είπε:
"Εκείνος που μιλάει, επειδή το θέλει ο Θεός, καλά κάνει.
Και εκείνος που σιωπά, γιατί το θέλει ο Θεός, επίσης καλά κάνει".
147. Είπε ο αββάς Παλλάδιος:
"Η ψυχή που ασκείται κατά Θεόν πρέπει ή να μαθαίνει με εμπιστοσύνη ακούγοντας όσα δεν γνωρίζει, ή να διδάσκει με σαφήνεια όσα έμαθε με την πείρα. Αν κανένα από τα δυο δεν θέλει, δεν είναι στα καλά της. Γιατί είναι αρχή απομάκρυνσης από τον Θεό η χορτασιά της διδασκαλίας και η ανορεξία να ακούσει λόγο Θεού, για τον οποίο πάντοτε πεινάει η ψυχή του
ανθρώπου που αγαπάει τον Θεό".
155. Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Σισόη:
"Τι να κάνω, αββά, που έπεσα;"
"Σήκω πάνω πάλι" απαντά ο Γέροντας.
"Σηκώθηκα -του λέει ο αδελφός- και ξαναέπεσα".
"Σήκω ξανά και ξανά", λέει ο Γέροντας.
Και ρωτάει ο αδελφός:
"Ως πότε;"
"Έως ότου -αποκρίνεται ο Γέροντας- σε βρει η ώρα του θανάτου είτε στο καλό είτε στην πτώση.
Γιατί σ΄ όποια κατάσταση βρεθεί ο άνθρωπος, σ΄ αυτήν και φεύγει".
159. Έλεγε κάποιος από τους Γέροντες:
"Παρεκάλεσα τον αββά Σισόη να μου πει έναν λόγο, και μου είπε ότι όσα μπορεί ο άνθρωπος να τα αποφύγει και δεν λαμβάνει τα μέτρα του, είναι σαν να προκαλεί την αμαρτία".
173. Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
"Αληθινά σοφός είναι όχι αυτός πού διδάσκει με τα λόγια, αλλά εκείνος που παιδαγωγεί με το παράδειγμα".
189. Ρωτήθηκε Γέροντας:
"Ποιο είναι το έργο του μοναχού;"
Και απάντησε:
"Η διάκριση".
192. Ρωτήθηκε Γέροντας:
"Τι πρέπει να κάνει ο μοναχός;"
Και είπε:
"Να επιδιώκει κάθε τι το καλό και να απέχει από κάθε κακό".
196. Είπε Γέροντας:
"Το να βιάζει κανείς σ΄ όλες τις περιπτώσεις τον εαυτό του, αυτός είναι ο δρόμος του Θεού".
197. Είπε Γέροντας:
"Μην κάνεις τίποτε, προτού εξετάσει την καρδιά σου αν αυτό που θέλεις να κάνεις είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού".
204. Είπε Γέροντας:
"Να μη θέλεις ν΄ αποφεύγεις την καταφρόνια από μέρους των άλλων".
209. "Ο Θεός -είπε άλλος Γέροντας- ζητάει από τον άνθρωπο τούτα: Τον νού, τον λόγο και την πράξη".
212. Ο ίδιος είπε:
"Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από τα εξής:
v Να φοβάται την κρίση του Θεού,
v να μισήσει την αμαρτία,
v να αγαπήσει την αρετή και
v να προσεύχεται στον Θεό αδιάλειπτα".
223. Είπε Γέροντας:
"Οι Προφήτες έγραψαν τα βιβλία (της Γραφής). Ήρθαν κατόπιν οι Πατέρες και τα εφάρμοσαν. Οι μεταγενέστεροι τα αποστήθισαν.
Ήρθε κι αυτή η γενεά, τα έγραψε και τα τοποθέτησε στα ράφια, όπου μένουν αχρησιμοποίητα".
260. Είπε Γέροντας:
"Ο άνθρωπος που εκούσια προσφέρει τον εαυτό του σε θλίψη, πιστεύω ότι μεταξύ των μαρτύρων τον λογαριάζει ο Θεός.
Γιατί τα δάκρυα του ανθρώπου αυτού υπολογίζονται ως αίμα".
302. Είπε Γέροντας:
"Το ψέμα το εκπροσωπεί ο παλαιός άνθρωπος, ενώ, αντίθετα, την αλήθεια ο αναγεννημένος άνθρωπος".
303. Είπε επίσης:
"Η ρίζα των καλών έργων είναι η αλήθεια. Το ψέμα είναι θάνατος".
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄
Είναι ανάγκη πάντοτε να είμαστε νηφάλιοι
3. Είπε ο αββάς Αντώνιος:
"Αυτός που χτυπάει τη μάζα του σιδήρου, πιο μπροστά βάζει στο μυαλό του τι πρόκειται να κάνει, δρεπάνι, μαχαίρι, τσεκούρι;
Έτσι και εμείς οφείλουμε να έχουμε στο μυαλό μας ποια αρετή επιδιώκουμε, για να μην πάει χαμένος ο κόπος μας".
4. Ένας αδελφός παρακάλεσε τον αββά Αρσένιο να ακούσει απ΄ το στόμα του κάποιον λόγο.
Και ο Γέροντας είπε:
"Να αγωνίζεσαι μ΄ όλη σου τη δύναμη για να γίνεται η εσωτερική σου εργασία όπως τη θέλει ο Θεός, και έτσι θα κυριαρχήσεις και στα πάθη που εκδηλώνονται εξωτερικά".
5. Είπε επίσης:
"Αν αναζητήσουμε τον Θεό, θα μας εμφανισθεί και, αν τον κρατήσουμε, θα μείνει μαζί μας".
6. Έλεγε ο αββάς Δανιήλ:
Με κάλεσε κάποια φορά ο αββάς Αρσένιος και μου είπε:
"Ανάπαυσε τον πατέρα σου, ώστε, όταν απέλθει στον Κύριο, να τον παρακαλέσει για χάρη σου και να έχεις προκοπή".
7. Είπε ο αββάς Αγάθων:
"Ο μοναχός δεν πρέπει να αφήσει τη συνείδησή του να τον κατηγορήσει σε καμία περίπτωση".
8. Είπε επίσης ότι:
"Χωρίς την τήρηση των εντολών του Θεού, δεν είναι δυνατόν να προχωρήσει ο άνθρωπος ούτε σε μια αρετή".
9. Είπε άλλη φορά:
"Είναι ανάγκη ο άνθρωπος να έχει όλη την ώρα στραμμένη τη σκέψη του στο ότι θα τον κρίνει ο Θεός".
13. Είπε ο αββάς Αλώνιος:
"Εάν ο άνθρωπος δεν πει μέσ΄ την καρδιά του ότι σ΄ αυτόν τον κόσμο εγώ μόνον και ο Θεός είμαστε, δεν θα βρει ανάπαυση".
14. Είπε επίσης:
"Εάν θέλει ο άνθρωπος, από το πρωί ως το δειλινό φθάνει σε μέτρα θεϊκά".
18. Είπε ο αββάς Ησαϊας:
"Η ολιγωρία και το ότι κατακρίνουμε κάποιον με τον λογισμό μας, δεν μας αφήνουν να δούμε το φως του Θεού".
22. Είπε ο αββάς Πέτρος:
"Όποιος αναζητεί τον Κύριο με πόνο καρδιάς, θα εισακουσθεί αυτός, και ό,τι ζητήσει με επίγνωση και φροντίδα και πόνο καρδιάς, ελεύθερος από κάθε τι κοσμικό και φροντίζοντας για την ψυχή του πώς θα την παραστήσει στο βήμα του Κυρίου ακατάκριτη, σ΄ αυτόν θα τα δώσει ο Κύριος".
23. Ο αββάς Θεόδωρος του Ενάτου είπε:
"Εάν λογαριάσει ο Θεός την αμέλειά μας στις προσευχές και την αιχμαλωσία του νου σε λογισμούς τις ώρες της ψαλμωδίας, σωτηρία μην περιμένουμε".
24. Είπε ο αββάς Θεόδωρος της Σκήτης:
"Έρχεται ο λογισμός, με ταράζει και με απασχολεί, δεν έχει βέβαια τη δύναμη να προχωρήσει στην πράξη, αλλά ωστόσο γίνεται εμπόδιο στην αρετή. Ο άνθρωπος όμως που επαγρυπνεί στην ψυχή του, πετάει πέρα τον λογισμό και σηκώνεται για προσευχή".
27. Είπε η αμμάς θεοδώρα:
"Ήταν κάποιος μοναχός ο οποίος, επειδή είχε πολλούς πειρασμούς, είπε:
"Θα φύγω από δω".
Και μόλις έβαλε τα πέδιλά του, βλέπει και κάποιον άλλον άνθρωπο να φοράει τα δικά του πέδιλα και να του λέει:
"Εξαιτίας μου δεν φεύγεις; Να, που εγώ θα πηγαίνω μπροστά από σένα, όπου κι αν πας"".
45. Είπε ο αββάς Μακάριος ο Μέγας:
"Οφείλει η ψυχή τις ώρες της ψαλμωδίας να συμμαζεύει τους λογισμούς της με κατάνυξη και τίποτε άλλο να μην έχει στον νου παρά την αναμονή του Κυρίου και την αγάπη της την έμφυτη να την διαφυλάττει γι αυτόν και μόνο.
Και όπως ακριβώς η μητέρα μαζεύει τα παιδιά στο σπίτι, για να τα διδάξει και να τα συμβουλεύσει, έτσι και η ψυχή έχει χρέος τους λογισμούς της πού περιπλανώνται εδώ κι εκεί, να τους συμμαζεύει από παντού σαν δικά της τέκνα, έστω κι αν η αμαρτία τους διασκορπίζει, ώστε όσο εξαρτάται απ΄ αυτήν ακατάπαυστα να συμμαζεύει τους λογισμούς και να αναμένει τον Κύριο με πίστη βεβαία, για να έρθει και να της διδάξει την αληθινή προσευχή, την απερίσπαστη από την αναζήτηση Αυτού και μόνον".
46. Είπε ο αββάς Μωυσής:
"Δεν μπορεί κανείς να μπει στον στρατό του Χριστού, αν δεν γίνει σαν φωτιά όλος, αν δεν καταφρονήσει τη δόξα και την καλοπέραση, αν δεν ξεριζώσει τις απαιτήσεις του παλαιού ανθρώπου και δεν τηρήσει όλες τις εντολές του Θεού".
48. Είπε επίσης:
"Οφείλει ο άνθρωπος να νεκρώσει τον εαυτό του ως προς κάθε τι αμαρτωλό, προτού χωρισθεί από το σώμα, για να μην κάνει ζημιά σε κανένα άνθρωπο".
61. Είπε ο αββάς Ποιμένας:
"Η πονηριά των ανθρώπων είναι κρυμμένη πίσω τους".
65. Είπε επίσης:
"Οι εξής τρεις αρχές είναι χρήσιμες: Το να φοβάσαι τον Κύριο, να προσεύχεσαι και να κάνεις το καλό στον πλησίον".
77. Ρώτησαν κάποτε τον αββά Σιλουανό:
"Τι είδους ασκήσεις έκανες, πάτερ, για να αποκτήσεις τη φρόνηση αυτή;"
Και αποκρίθηκε:
"Ποτέ δεν άφησα στην καρδιά μου λογισμό που παροργίζει τον Θεό".
78. Ρώτησε ο αββάς Μωυσής τον αββά Σιλουανό:
"Μπορεί ο άνθρωπος κάθε μέρα να βάζει αρχή;"
Και ο Γέροντας είπε:
"Εάν είναι αγωνιστής, μπορεί και κάθε ώρα να βάζει αρχή".
81. Είπε η μακαρία Συγκλητική:
"Τέκνα μου, όλοι γνωρίζουμε τον τρόπο να σωθούμε, αλλά εξαιτίας της αμελείας μας μένουμε πίσω στη σωτηρία".
84. Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
"Η σκέψη σου ας είναι παντοτινά στη Βασιλεία των Ουρανών και γρήγορα θα την κληρονομήσεις".
85. Είπε ακόμη:
"Η ζωή του μοναχού ας μιμείται τη ζωή των αγγέλων και να κατακαίει την αμαρτία".
97. Είπε Γέροντας:
"Όπως κανένας δεν μπορεί να βλάψει αυτόν που στέκεται κοντά στον βασιλιά, έτσι ούτε ο Σατανάς μπορεί να κάνει κάτι εις βάρος μας, αν η ψυχή μας είναι κοντά στον Θεό. Γιατί λέει: "Πλησιάστε με και θα σας πλησιάσω κι εγώ".
Αλλά επειδή συνεχώς παίρνουν αέρα τα μυαλά μας, εύκολα αρπάζει ο εχθρός την ταλαίπωρη ψυχή μας και τη ρίχνει στα άτιμα πάθη".
99. Έλεγαν για κάποιον Γέροντα ότι όταν του έλεγε ο λογισμός:
"Άσε την σημερινή ημέρα και αύριο μετανοείς", αντέκρουε τον λογισμό λέγοντας:
"Όχι, σήμερα θα μετανοήσω και αύριο ας γίνει το θέλημα του Θεού".
119. Είπε Γέροντας:
"Να σκέφτεσαι πάντοτε τα καλά, για να τα κάνεις και πράξη. Καμιά σκέψη του ανθρώπου δεν ξεφεύγει από τον Θεό.
Να κρατάς τον νου σου καθαρό από κάθε κακό".
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙB΄
Για την αδιάλειπτη και νηφάλια προσευχή
8. Είπε ο αββάς Ευάγριος:
"Είναι μεγάλη υπόθεση να προσεύχεται ο άνθρωπος χωρίς να περισπάται και μεγαλύτερη είναι να ψάλλει χωρίς να περισπάται".
9. Είπε πάλι:
"Όταν εμφανισθεί στην καρδιά σου λογισμός πού σε καταπολεμεί, μη ζητάς στην προσευχή σου άλλα αντ΄ άλλων, αλλά ακόνιζε εναντίον του εχθρού το ξίφος των δακρύων".
15. Ρώτησαν κάποιοι τον αββά Μακάριο:
"Πώς πρέπει να προσευχόμαστε;"
Και ο Γέροντας τους είπε:
"Δεν χρειάζεται να φλυαρούμε, αλλά να υψώνουμε τα χέρια και να λέμε:
"Κύριε, όπως θέλεις και όπως γνωρίζεις, ελέησέ με".
Και αν προμηνύεται πόλεμος:
"Κύριε, βοήθει με", και γνωρίζει ο ίδιος τι μας συμφέρει και θα μας ελεήσει".
16. Είπε ο αββάς Μωυσής:
"Εάν δεν συμφωνήσει η πράξη με την προσευχή, είναι χαμένος ο κόπος σου".
Και τον ρώτησε άλλος αδελφός:
"Και τι σημαίνει να συμφωνεί πράξη και προσευχή;"
"Σημαίνει -είπε ο Γέροντας- αυτά για τα οποία προσευχόμαστε να μας απαλλάξει ο Θεός, να μην τα κάνουμε πια.
Γιατί όταν ο άνθρωπος παραιτείται από τα θελήματά του, τότε ο Θεός γίνεται φίλος του και δέχεται την προσευχή του".
22. Είπε πάλι:
"Για κάθε τι πού θα το υπομείνεις με φιλόσοφη διάθεση, θα βρεις τον καρπό του στην ώρα της προσευχής".
23. Είπε επίσης:
"Εάν επιθυμείς να προσευχηθείς, όπως πρέπει, μη λυπήσεις καμιά ψυχή, αλλιώς, χαμένος ο κόπος σου".
24. "Να μη θέλεις οι υποθέσεις σου να προχωρούν, όπως εσύ νομίζεις, αλλά όπως αρέσει στον Θεό. Έτσι θα είσαι ατάραχος και θα ευχαριστείς στην προσευχή σου τον Θεό".
28. Έλεγαν για κάποιον Γέροντα ότι επί τέσσερις μήνες επισκεπτόταν κάποιον αδελφό στη Σκήτη και ούτε μια φορά δεν τον βρήκε εύκαιρο. Κάποια άλλη φορά πού τον επισκέφθηκε πάλι και στάθηκε έξω από την πόρτα, τον άκουσε θρηνώντας να λέει:
"Κύριε, μήπως δεν φτάνει στα αυτιά σου η κραυγή μου; Ελέησέ με, για τις αμαρτίες μου είναι που μοχθώ έτσι παρακαλώντας σε".
34. Είπε Γέροντας:
"Όταν ο άνθρωπος προσέχει να μην βλάψει τον πλησίον, τότε ενθαρρύνεται ο λογισμός του ότι η προσευχή του έγινε δεκτή από τον Θεό.
Αν όμως βλάψει τον πλησίον, η προσευχή του γίνεται σιχαμερή και είναι απαράδεκτη.
Γιατί ο στεναγμός του αδικημένου δεν πρόκειται να αφήσει την προσευχή του άδικου ανθρώπου να φθάσει ενώπιον του Θεού".
35. Είπε επίσης:
"Εάν ακούσεις για κάποιον ότι σε έβρισε, και σε επισκεφθεί, μην του δείξεις ότι το ΄μαθες, αλλά χαριτολόγησε μαζί του και καλοσύνεψε το πρόσωπό σου απέναντί του, για να έχεις παρρησία στην προσευχή σου".
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ΄
Είναι ανάγκη να φιλοξενούμε και να ελεούμε με ιλαρότητα
1. Είπε ο αββάς Απολλώς για την υποδοχή των αδελφών:
"Καθώς έρχονται οι αδελφοί, πρέπει να υποκλινόμαστε με σεβασμό, την ώρα εκείνη στον Θεό υποκλινόμαστε και όχι σ΄ αυτούς. Γιατί λέει "είδες τον αδελφό σου, είδες τον Θεό σου". Και αυτό, κατά τη μαρτυρία της Γραφής, το έχουμε παραλάβει από τον Αβραάμ. Ακόμη όταν τους υποδέχεστε, να σπεύδετε μ΄ όλη σας την καλή διάθεση να τους αναπαύσετε. Και αυτό το
γνωρίζουμε από το παράδειγμα του Λώτ που με την επιμονή του φιλοξένησε τους αγγέλους".
2. Έλεγε ο μακαριστός Επιφάνιος ότι με πάρα πολύ μικρό αντάλλαγμα πουλάει ο Θεός τα αγαθά του σ΄ εκείνους πού σπεύδουν να τα αγοράσουν, για ένα κομματάκι ψωμί, ένα τιποτένιο ρούχο, ένα ποτήρι κρύο νερό, έναν οβολό.
Πρόσθετε και τούτο: Όταν ο άνθρωπος δανείζεται από άλλον άνθρωπο, είτε γιατί είναι πολύ φτωχός είτε για να βελτιώσει κάπως τη ζωή του, την ώρα που επιστρέφει το δάνειο εκφράζει βέβαια την μεγάλη του ευγνωμοσύνη, αλλά το εξοφλεί κρυφά, επειδή ντρέπεται. Ενώ ο δεσπότης Θεός ενεργεί αντίστροφα. Δανείζεται κρυφά αλλά τα επιστρέφει ενώπιον αγγέλων, αρχαγγέλων και δικαίων ψυχών.
13. Αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα:
"Εάν δώσω στον αδελφό μου λίγο ψωμί ή κάτι άλλο, οι δαίμονες μολύνουν την πράξη αυτή σαν να γίνεται από ανθρωπαρέσκεια".
Απαντά ο Γέροντας:
"Κι αν ακόμη γίνεται από ανθρωπαρέσκεια, εμείς θα δώσουμε στον αδελφό ό,τι χρειάζεται".
Και του είπε την εξής παραβολή:
"Δυο άνθρωποι ήσαν γεωργοί και κατοικούσαν στην ίδια πόλη. Ο ένας απ΄ αυτούς έσπειρε και είχε λίγη σοδειά και ακάθαρτη.
Ο άλλος αμέλησε και δεν έσπειρε, γι αυτό δεν είχε καθόλου σοδειά. Αν έπεφτε πείνα, ποιος από τους δυο θα είχε να ζήσει;"
"Αυτός που έβγαλε τη λίγη και ακάθαρτη σοδειά" αποκρίθηκε ο αδελφός.
"Έτσι λοιπόν κι εμείς -λέει ο Γέροντας- ας σπέρνουμε λίγα, έστω και ακάθαρτα, για να μην πεθάνουμε από την πείνα".
14. Αδελφός επισκέφθηκε τον αββά Ποιμένα μετά από τις δυο πρώτες εβδομάδες της Σαρακοστής.
Εξαγόρευσε τους λογισμούς του και καθώς αναπαύθηκε η ψυχή του, του λέει:
"Παρά λίγο θα εμπόδιζα τον εαυτό μου να έρθει σήμερα εδώ".
"Γιατί;" τον ρωτά ο Γέροντας.
"Σκέφθηκα -του λέει ο αδελφός- μην τυχόν δεν μου ανοίξετε, επειδή είναι η περίοδος της Σαρακοστής".
Και ο αββάς Ποιμήν αποκρίνεται:
"Εμείς δεν μάθαμε να κλείνουμε την ξύλινη θύρα, αλλά μάλλον τη θύρα της γλώσσας".
15. Παρακάλεσε ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης τον αββά Παμβώ:
"Πές μου έναν λόγο".
Και με πολλή δυσκολία ο Γέροντας του είπε:
"Θεόδωρε, πήγαινε και να ΄σαι σπλαχνικός προς όλους. Γιατί η ευσπλαχνία βρίσκει πάντα παρρησία ενώπιον του Θεού".
26. Αδελφός επισκέφθηκε κάποιον αναχωρητή και φεύγοντας του λέει:
"Συγχώρεσέ με, αββά, γιατί σε εμπόδισα από τον κανόνα σου".
"Ο δικός μου κανόνας -αποκρίθηκε- είναι να σε αναπαύσω και να σε στείλω ειρηνικό".
27. Κάποιος αναχωρητής έμενε πολύ κοντά σε κοινόβιο και έκανε πολλή άσκηση.
Συνέβη να πάνε κάποιοι στο κοινόβιο και πίεσαν κι αυτόν να φάει εκτός της ορισμένης ώρας του.
Κατόπιν τον ρώτησαν οι αδελφοί:
"Την ώρα εκείνη δεν στενοχωρήθηκες, αββά;"
Κι εκείνος είπε:
"Η στενοχώρια η δική μου είναι, αν κάνω το δικό μου θέλημα".
31. Δυο αδελφοί επισκέφθηκαν κάποτε έναν Γέροντα, ο οποίος συνήθιζε να μην τρώει κάθε μέρα. Όταν όμως είδε τους αδελφούς χάρηκε και είπε ότι η νηστεία έχει μισθό, αλλά εκείνος πού τρώει χάριν της αγάπης εκπληρώνει δυο εντολές, μία γιατί παραιτείται από το δικό του θέλημα και άλλη γιατί εφαρμόζει την κατεξοχήν εντολή του Θεού, αναπαύοντας τους αδελφούς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ΄
Περί υπακοής
1. Είπε ο αββάς Αντώνιος:
"Η υπακοή που συνοδεύεται με την εγκράτεια υποτάσσει θηρία".
9. Έλεγαν για τον αββά Σιλουανό ότι είχε έναν μαθητή, πού τον έλεγαν Μάρκο. Αυτός είχε μεγάλη υπακοή και ήταν καλλιγράφος. Ο Γέροντας τον αγαπούσε ιδιαίτερα για την υπακοή του. Είχε και άλλους ένδεκα μαθητές, οι οποίοι στενοχωρούνταν, γιατί αυτόν τον αγαπούσε παραπάνω απ΄ αυτούς.
Το έμαθαν οι Γέροντες και λυπήθηκαν. Πήγαν λοιπόν κάποια μέρα και άρχισαν να τον ελέγχουν. Τους πήρε μαζί του, βγήκαν έξω και κτύπησε ένα - ένα τα κελιά λέγοντας:
"Αδελφέ τάδε, έλα, γιατί σε χρειάζομαι".
Αλλά κανείς απ΄ αυτούς δεν τον ακολούθησε αμέσως.
Πήγε και στο κελί του Μάρκου και κτύπησε λέγοντας:
"Μάρκο".
Εκείνος μόλις άκουσε τη φωνή του Γέροντα, αμέσως πήδησε έξω, και τον έστειλε σε διακονία.
Λέει τότε στους Γέροντες:
"Πού είναι οι άλλοι αδελφοί, Πατέρες;"
Μπήκε κατόπιν στο κελί του αδελφού να δει την καλλιγραφία πού έκανε, και παρατήρησε ότι είχε ξεκινήσει να κάνει το όμικρον αλλά μόλις άκουσε τον Γέροντα, δεν έστριψε την πέννα να το ολοκληρώσει. Του είπαν τότε οι Γέροντες:
"Πράγματι, αυτόν που εσύ αγαπάς, αββά, αυτόν και εμείς αγαπούμε, γιατί και ο Θεός τον αγαπά".
13. Είπε ο αββάς Μιώς, ότι η αληθινή υπακοή έχει αντάλλαγμα την υπακοή.
Όταν κανείς υπακούει στον Θεό, τον ακούει και ο Θεός.
14. Ο αββάς Μωυσής είπε σ΄ έναν αδελφό:
"Ας αποκτήσουμε την υπακοή, η οποία γεννάει την ταπείνωση, την υπομονή, τη μακροθυμία, την κατάνυξη, την αγάπη προς τους αδελφούς και προς όλους τους ανθρώπους, και αυτά είναι τα πολεμικά μας όπλα".
15. Είπε επίσης:
"Εμπρός, αδελφέ, για την αληθινή υπακοή.
v Σ΄ αυτήν υπάρχει ταπείνωση,
v σ΄ αυτήν υπάρχει δύναμη,
v σ΄ αυτήν υπάρχει χαρά,
v σ΄ αυτήν υπάρχει υπομονή,
v σ΄ αυτήν υπάρχει μακροθυμία,
v σ΄ αυτήν υπάρχει η φιλαδελφία,
v σ΄ αυτήν υπάρχει κατάνυξη,
v σ΄ αυτήν υπάρχει αγάπη.
Γιατί αυτός που έχει καλή υπακοή, ήδη έχει εφαρμόσει όλες τις εντολές του
Θεού".
16. Είπε πάλι:
"Μοναχός νηστευτής πού είναι υποτακτικός σε πνευματικό πατέρα, αλλά δεν έχει υπακοή και ταπείνωση, αυτός ο μοναχός δεν θα αποκτήσει καμιά αρετή, αλλ΄ ούτε και ξέρει τι θα πει μοναχός".
25. Είπε η αμμάς Συγκλητική:
"Εφόσον είμαστε σε κοινόβιο, το προβάδισμα το δίνουμε στην υπακοή μάλλον και όχι στην άσκηση. Γιατί αυτή κατευθύνει στην υπερηφάνεια, ενώ η υπακοή στην ταπεινοφροσύνη".
26. Είπε επίσης:
"Πρέπει με διάκριση να διευθετούμε τα πράγματα της ψυχής. Έτσι, μένοντας σε κοινόβιο μην επιδιώκουμε ό,τι αρέσει σε μας, ούτε να υπηρετούμε τη δική μας γνώμη, αλλά να πειθαρχούμε στον πνευματικό μας πατέρα πού του εμπιστευθήκαμε. Παραδώσαμε τον εαυτό μας σε εξορία, δηλαδή αποξενωθήκαμε από τις κοσμικές φροντίδες. Απ΄ ό,τι αποξενωθήκαμε, μην αναζητούμε τα ίδια. Εκεί είχαμε δόξα, εδώ ατιμία, εκεί αφθονία τροφών, εδώ και του ψωμιού ακόμη τη στέρηση".
27. Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
"Θησαυρός μεγάλης αξίας είναι η υπακοή του μοναχού. Αυτός που την έχει θα εισακουσθεί από τον Θεό και θαρρετά θα σταθεί δίπλα στον Εσταυρωμένο. Γιατί ο Εσταυρωμένος Κύριος υπάκουσε μέχρι θανάτου".
29. Έλεγαν οι Γέροντες ότι εάν κάποιος έχει εμπιστοσύνη σ΄ έναν πνευματικό πατέρα και παραδίνει τον εαυτόν του σ΄ αυτόν διά της υπακοής, δεν έχει ανάγκη να ΄ναι στραμμένη η προσοχή του στις εντολές του Θεού, αλλά στον πατέρα του να καταθέτει τα θελήματά του και δεν θα τον κατηγορήσει ο Θεός. Γιατί τίποτε δεν ζητάει ο Θεός τόσο από τους αρχαρίους, όσο τον μεγάλο κόπο της υπακοής.
35. Είπε Γέροντας:
"Αδελφοί, από τα πρώτα που είπε ο Σωτήρας στους μαθητές του ήταν ότι θα έχετε θλίψη και στενοχώρια. Και εκείνος που αποφεύγει την αρχή, χάνει τη γνώση του Θεού. Όπως ακριβώς στα παιδιά προσφέρονται τα γράμματα και είναι η αρχή της μόρφωσης, ώστε να αποκτήσουν και την γνώση, έτσι και ο μοναχός μένοντας υπάκουος μέσα σε κόπους και σε θλίψεις, γίνεται συγκληρονόμος Χριστού και υιός του Θεού.
36. Είπε Γέροντας:
"Αυτά ζητάει ο Θεός από τους χριστιανούς:
Να υπακούει ο χριστιανός στις άγιες Γραφές, αυτά που λέγονται να τα εφαρμόζει και να πειθαρχεί στους ορθόδοξους ποιμένες και Πατέρες".
39. Κάποιος αδελφός πού ήταν υποταγμένος, έτσι όπως ο Θεός θέλει, σε πνευματικό και άγιο Γέροντα, του είπε μια μέρα:
"Πάτερ, επειδή η αγία Γραφή λέει ότι περνώντας μέσα από πολλές θλίψεις θα εισέλθουμε στη Βασιλεία των Ουρανών, και βλέπω ότι εγώ δεν έχω καμιά θλίψη, τι πρέπει να κάνω, μην τυχόν χάσω την ψυχή μου;"
Ο Γέροντας τα άκουσε και του λέει:
"Να μην στενοχωριέσαι καθόλου, εσύ δεν έχεις ευθύνη. Καθένας, πού βάζει τον εαυτό του σε υπακοή στους Πατέρες, αυτή την αμεριμνία και την ανάπαυση εξασφαλίζει".
ΤΟΜΟΣ Δ΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ΄
Περί ταπεινοφροσύνης
1. Ο αββάς Αντώνιος βυθίζοντας κάποια φορά βαθιά τη σκέψη του στου Θεού την κρίση ζήτησε να μάθει:
«Κύριε, είπε, πώς μερικοί ζουν λίγα χρόνια και πεθαίνουν, ενώ άλλοι φτάνουν στα βαθιά γεράματα;
Γιατί κάποιοι ζουν μέσα στη φτώχεια και άλλοι πλουτίζουν;
Και πώς συμβαίνει άδικοι να πλουτίζουν και δίκαιοι άνθρωποι να ΄ναι φτωχοί;»
Άκουσε τότε μια φωνή να του λέει:
«Αντώνιε, τον εαυτό σου πρόσεχε. Αυτά είναι κρίματα Θεού και δεν σου συμφέρει να τα μάθεις».
2. Είπε ο αββάς Αντώνιος στον αββά Ποιμένα ότι η σπουδαιότερη εργασία που έχει να κάνει ο άνθρωπος είναι να αναλαμβάνει την ευθύνη των σφαλμάτων του ενώπιον του Θεού και να αναμένει πειρασμό μέχρι τελευταίας του πνοής.
3. Είπε επίσης:
«Είδα όλες τις παγίδες του διαβόλου απλωμένες πάνω στη γη και στενάζοντας είπα: Ποιος άραγε μπορεί να τις προσπεράσει αυτές;
Και άκουσα μια φωνή να μου λέει: Η ταπεινοφροσύνη».
4. Όποιος δεν δοκιμάσθηκε σε πειρασμούς -είπε άλλη φορά- δεν θα μπορέσει να μπει στη Βασιλεία του Θεού.
5. Επισκέφθηκαν κάποτε Γέροντες τον αββά Αντώνιο, μαζί τους ήταν και ο αββάς Ιωσήφ.
Θέλοντας ο Γέροντας να τους δοκιμάσει, τους είπε ένα ρητό από την αγία Γραφή και άρχισε από τους νεώτερους να τους ρωτάει ποιο είναι το νόημά του.
Ο καθένας έλεγε όπως το καταλάβαινε, και ο Γέροντας του απαντούσε:
«Δεν το βρήκες».
Τελευταίο απ΄ όλους ρώτησε τον αββά Ιωσήφ:
«Εσύ τι νομίζεις ότι σημαίνει ο λόγος αυτός;»
«Δεν γνωρίζω» απάντησε εκείνος.
Λέει τότε ο αββάς Αντώνιος:
«Οπωσδήποτε ο αββάς Ιωσήφ βρήκε τον δρόμο, γιατί είπε: δεν γνωρίζω».
6. Έκαναν έφοδο κάποτε οι δαίμονες στον αββά Αρσένιο μέσα στο κελί του και τον ταλαιπωρούσαν.
Έφθασαν κάποια στιγμή οι διακονητές του και καθώς ήσαν έξω από το κελί, τον άκουσαν να κραυγάζει προς τον Θεό και να λέει:
«Θεέ μου, μη με εγκαταλείψεις. Δεν έκανα τίποτε το καλό ενώπιόν σου αλλά βοήθησέ με κατά την αγαθότητά σου να βάλω αρχή».
23. Ρωτήθηκε ο αββάς Αμμωνάς τι είναι «η στενή και τεθλιμμένη οδός». Και αποκρίθηκε:
«Η στενή και τεθλιμμένη οδός είναι να πολεμάει ο άνθρωπος τους λογισμούς του και να κόβει τα δικά του θελήματα από αγάπη για τον Θεό.
Και αυτό σημαίνει το ρητό: Εγκαταλείψαμε εμείς τα πάντα και σε ακολουθήσαμε».
28. Έλεγε ο μακαριστός Γρηγόριος ο Θεολόγος:
«Πώς θα κατέβουμε προς την σωτήρια ταπεινοφροσύνη, χωρίς να εγκαταλείψουμε τον ολέθριο όγκο της υπερηφάνειας; Εάν παντοτινά επιδιώκουμε την ταπεινοφροσύνη και δεν αδιαφορούμε σε καμιά περίπτωση, με την ιδέα ότι τάχα δεν βλαπτόμαστε από αυτό. Διότι η ψυχή εξομοιώνεται προς το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται και διαπλάθεται σύμφωνα μ΄ αυτά που πράττει και παίρνει το ανάλογο σχήμα μ΄ αυτά.
Για σένα λοιπόν και η εμφάνιση και το ένδυμα, το βάδισμα όσο και το κάθισμα, η τροφή και η όλη εικόνα της ζωής σου, ακόμη και το στρώσιμο του κρεβατιού και το σπίτι και τα αντικείμενα που υπάρχουν μέσα σ΄ αυτό, όλα ας είναι προσαρμοσμένα για λιτή ζωή. Αλλά και η ψαλμωδία και το άσμα και η καλή συμπεριφορά προς τον πλησίον, και αυτά ας κλίνουν προς τη λιτότητα περισσότερο παρά στην υπερβολή.
Μην κομπάζεις, σε παρακαλώ, με λόγους επιδεικτικούς, ούτε με άσματα υπερβολικά καλλίφωνα, ούτε με συζητήσεις υπερήφανες και δυσνόητες, αλλά σε όλα να αφαιρείς από το μέγεθος.
Καλοσυνάτος μεταξύ των φίλων, ήπιος στον υπηρέτη, ανεξίκακος στους θρασείς, φιλάνθρωπος στους ανήμπορους, η παρηγοριά σ΄ όσους υποφέρουν, παρών σ΄ όσους θλίβονται, μ΄ ένα λόγο μη παραβλέποντας κανέναν, γλυκύς όταν απευθύνεσαι σε κάποιον, ανοιχτόκαρδος στην εξυπηρέτηση, πρόθυμος και καταδεκτικός προς όλους».
30. Έλεγε ο αββάς Επιφάνιος:
«Η Χαναναία κραυγάζει και εισακούεται, η αιμορροούσα σωπαίνει και καλοτυχίζεται, ο Φαρισαίος μιλάει δυνατά και καταδικάζεται, ο Τελώνης ούτε ανοίγει το στόμα και δικαιώνεται».
31. Είπε ο αββάς Ευάγριος: Αρχή σωτηρίας είναι το να καταδικάζεις τον εαυτό σου.
40. Είπε επίσης ότι αυτός που έχει ταπείνωση δεν έχει γλώσσα να πει σε κάποιον ότι είναι αμελής ή να αντιμιλήσει σ΄ εκείνον ο οποίος τον ταλαιπωρεί, ούτε έχει μάτια να δει ή να αντιληφθεί άλλου ανθρώπου ελαττώματα, ούτε αυτιά ν΄ ακούσει πράγματα που δεν ωφελούν την ψυχή του. Στόμα δεν έχει να φανερώσει ελαττώματα κάποιου ή να θλίψει κάποιον με τα λόγια του ούτε έχει ενδιαφέροντα με κάποιον εκτός των δικών του αμαρτημάτων. Αντίθετα, είναι ειρηνικός προς όλους τους ανθρώπους, γιατί αυτό είναι εντολή του Κυρίου και όχι γιατί χαρίζεται κάποια άλλη αδυναμία.
Γιατί κι αν νηστεύει κανείς όλη την εβδομάδα και κάνει πολλούς κόπους έξω από την πορεία αυτή, πάνε χαμένοι όλοι οι κόποι του.
41. Είπε ο αββάς Ησαίας:
«Η συνειδητή παράδοση του εαυτού μας στον Θεό, και η υπακοή στις εντολές του με ταπείνωση, φέρνουν την αγάπη και η αγάπη φέρνει την απάθεια».
43. Ρώτησαν τον αββά Ησαία τι είναι ταπείνωση, κι εκείνος είπε:
«Ταπείνωση είναι να θεωρούμε τον εαυτό μας πιο αμαρτωλό απ΄ όλους τους ανθρώπους και να εξουθενώνουμε τον εαυτό μας ότι τίποτε καλό δεν κάναμε ενώπιον του Θεού.
Και η εργασία της ταπείνωσης είναι η εξής: Να σιωπούμε, να μη ψηφίζουμε τον εαυτό μας σε καμιά περίπτωση, να μην είμαστε φιλόνικοι, να είμαστε έτοιμοι για υποταγή, με το βλέμμα χαμηλωμένο, τον θάνατο να έχουμε πρό οφθαλμών, να μην χρησιμοποιούμε το ψέμα και τον αργό λόγο. Να μην αντιμιλούμε στον μεγαλύτερο, να μη θέλουμε να περάσει ο λόγος μας, να υπομένουμε τις περιφρονήσεις, να μισήσουμε την ανάπαυση, να βιάζουμε τον εαυτό μας σε κάθε περίπτωση, να είμαστε νηφάλιοι, να κόψουμε το θέλημά μας, να μην προκαλούμε κανέναν και να μη φθονούμε κανένα».
46. «Ας μη μιλάει η γλώσσα σου -είπε άλλη φορά- αλλά η πράξη. Ο λόγος σου να΄ ναι ταπεινός περισσότερο απ΄ ό,τι η πράξη.
Μην μιλήσεις ερήμην της συνειδήσεώς σου και μη διδάξεις χωρίς ταπείνωση, για να δεχθεί η γη τον σπόρο σου».
49. Βρέθηκε κάποτε ο αββάς Θεόδωρος με αδελφούς και την ώρα που έτρωγαν, ευλαβικά έπαιρναν τα ποτήρια, αμίλητοι, αλλά δεν έλεγαν το «συγχώρησον». Είπε τότε ο αββάς Θεόδωρος: «Έχασαν οι μοναχοί την ευγένειά τους, να λένε: συγχώρησον».
50. Ο ίδιος είπε:
«Καμιά αρετή δεν μπορεί να συγκριθεί με το να μην εξουθενώνουμε τους άλλους».
59. Έλεγε ο αββάς Ιωάννης:
«Η πόρτα του ουρανού είναι η ταπείνωση.
Και οι Πατέρες μας, περνώντας με χαρά μέσα από πολλές καταφρονήσεις, μπήκαν στην πόλη του Θεού».
60. Είπε επίσης: «Η ταπεινοφροσύνη και ο φόβος του Θεού είναι πάνω απ΄ όλες τις αρετές».
61. Ρώτησε κάποια φορά:
«Ποιος πούλησε τον Ιωσήφ;»
«Οι αδελφοί του» αποκρίθηκε ένας αδελφός.
«Όχι» του λέει ο Γέροντας, «η ταπείνωσή του τον πούλησε, γιατί μπορούσε να πεί «είμαι αδελφός τους» και να αντιδράσει, αλλά σώπασε και χάρη στην ταπείνωση πούλησε τον εαυτό του. Και η ταπείνωσή του τον κατέστησε άρχοντα στην Αίγυπτο».
62. Είπε ο αββάς Ιωάννης:
«Αφήσαμε το ελαφρύ φορτίο, δηλαδή το να μεμφόμαστε τον εαυτό μας και κουβαλάμε το βαρύ, δηλαδή το να δικαιώνουμε τον εαυτό μας».
63. Ο ίδιος καθόταν στη σύναξη και στέναξε μη γνωρίζοντας ότι κάποιος είναι πίσω του.
Όταν το κατάλαβε, έβαλε μετάνοια λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, αββά, είμαι ακόμη ακατήχητος».
76. Ρώτησε αδελφός τον αββά Κρόνιο:
«Με ποιόν τρόπο φθάνει ο άνθρωπος στην ταπεινοφροσύνη;»
«Με τον φόβο του Θεού» απαντά ο Γέροντας.
«Και τι κάνοντας -ρωτάει πάλι ο αδελφός- φθάνει στον φόβο του Θεού;»
«Όπως τα βλέπω εγώ -λέει ο Γέροντας- με το να περιμαζεύει τον εαυτό του από κάθε τι και να τον δίνει σε κόπο σωματικό με όση δύναμη έχει, και να θυμάται την έξοδό του από τον κόσμο αυτό και την κρίση του Θεού».
81. Ρώτησαν τον αββά Λογγίνο:
«Ποια απ΄ όλες τις αρετές είναι μεγαλύτερη, πάτερ;»
Και ο Γέροντας είπε:
«Σκέφτομαι ότι όπως η υπερηφάνεια είναι η χειρότερη απ΄ όλες τις αμαρτίες, αφού κι από τον ουρανό έριξε κάποιους, αντίστοιχα και η ταπεινοφροσύνη έχει τη δύναμη και απ΄ αυτά τα απύθμενα βάθη να ανεβάσει πάνω τον άνθρωπο, έστω κι αν έχει αμαρτήσει όσο και ο διάβολος. Γι αυτό και ο Κύριος μακαρίζει αυτούς που έχουν ταπεινό φρόνημα».
84. Πήγαινε κάποτε ο αββάς Μακάριος από το Έλος στο κελί του κρατώντας βλαστούς.
Και ξαφνικά τον συναντάει ο διάβολος πάνω στον δρόμο μ΄ ένα δρεπάνι στο χέρι.
Έκανε να τον χτυπήσει αλλά δεν το κατόρθωσε και του λέει:
«Πολλή αντίσταση υπάρχει σε σένα, Μακάριε, γιατί η δύναμή μου δεν ενεργεί επάνω σου. Ό,τι κάνεις, κάνω κι εγώ, εσύ νηστεύεις, νηστεύω κι εγώ, εσύ αγρυπνείς, εγώ δεν κοιμάμαι καθόλου. Ένα πράγμα μόνο είναι στο οποίο με νικάς».
«Και ποιο είναι αυτό;» τον ρωτάει ο αββάς Μακάριος.
«Η ταπείνωσή σου -απαντά- και γι αυτό δεν μπορώ να σε νικήσω».
93. Είπε ο αββάς Μωυσής:
«Εάν ο άνθρωπος δεν κρατά μέσα στην καρδιά του ότι είναι αμαρτωλός, ο Θεός δεν τον εισακούει».
«Και τι σημαίνει -ρωτάει ο αδελφός- να κρατάς στην καρδιά σου ότι είσαι αμαρτωλός;»
Και απαντά ο Γέροντας:
«Εκείνος που σηκώνει συνειδητά τις αμαρτίες του, δεν βλέπει τις αμαρτίες του πλησίον».
94. Αδελφός ρώτησε τον αββά Μωυσή:
«Σε κάθε κόπο που κάνει ο άνθρωπος, τι είναι αυτό που θα τον βοηθήσει;»
«Ο Θεός, -του απαντά ο Γέροντας- είναι αυτός πού βοηθάει, διότι είναι γραμμένο στη Γραφή:
Ο Θεός είναι καταφυγή και δύναμή μας και βοηθός πανίσχυρος στις θλίψεις πού μας βρίσκουν».
«Και οι νηστείες -ξαναρωτά ο αδελφός- και οι αγρυπνίες που κάνει ο άνθρωπος, τι σκοπό έχουν;»
«Αυτές -του λέει ο Γέροντας- ταπεινώνουν την ψυχή. Και η Γραφή λέει:
Δες την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου.
Και εάν η ψυχή θα φέρει τους καρπούς αυτούς, θα την σπλαχνιστεί ο Θεός χάρη σ΄ αυτά».
96. Είπε ο αββάς Ματώης:
«Όσο περισσότερο προσεγγίζει ο άνθρωπος τον Θεό, τόσο πιο πολύ αμαρτωλό χαρακτηρίζει τον εαυτό του.
Ο προφήτης Ησαϊας όταν είδε τον Θεό αποκαλούσε τον εαυτό του ταλαίπωρο και βρωμερό».
97. Έλεγε επίσης:
«Όταν ήμουν νέος, είχα τον λογισμό ότι ίσως κάποια καλή εργασία κάνω.
Τώρα όμως που γέρασα, βλέπω ότι καμιά καλή εργασία δεν έχω κάνει».
98. Αδελφός επισκέφθηκε τον αββά Ματώη και του λέει:
«Πώς οι Σκητιώτες έκαναν περισσότερα απ΄ αυτά πού λέει η Γραφή αγαπώντας τους εχθρούς τους παραπάνω από τον εαυτό τους;»
Και ο αββάς Ματώης του είπε:
«Εγώ μέχρι τώρα ακόμη δεν έχω καταφέρει να αγαπώ σαν τον εαυτό μου εκείνον που με αγαπά».
102. Αδελφός ρώτησε τον αββά Ματώη:
«Τι να κάνω πού με στενοχωρεί η γλώσσα μου, γιατί σαν βρεθώ ανάμεσα σε ανθρώπους, δεν μπορώ να την συγκρατήσω και τους κατακρίνω για κάθε καλή πράξη αλλά και τους ελέγχω. Τι να κάνω λοιπόν;»
Και ο Γέροντας αποκρίθηκε:
«Εάν δεν μπορείς να κυριαρχήσεις στη γλώσσα σου, πάνε να ζήσεις μόνος, γιατί αυτό είναι αδυναμία σου. Αυτός που μένει μαζί με αδελφούς, δεν πρέπει να είναι τετράγωνος, αλλά στρογγυλός για να κυλάει προς όλους».
Και πρόσθεσε ο Γέροντας:
«Το ότι ζω μόνος δεν είναι από αρετή αλλά από αδυναμία. Δυνατοί είναι αυτοί που βάζουν τον εαυτό τους ανάμεσα σε ανθρώπους».
107. Είπε ο αββάς Ξάνθιος:
«Το σκυλί είναι σε καλύτερη μοίρα από μένα, διότι και αγάπη έχει και δεν θα κριθεί».
112. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
«Έχουμε πολλούς πειρασμούς, γιατί δεν αποδεχόμαστε την τάξη στην οποία είμαστε, καθώς και το όνομά μας, όπως μας λέει η Γραφή. Δεν βλέπουμε τη γυναίκα τη Χαναναία που αποδέχθηκε τον χαρακτηρισμό που της έκανε ο Κύριος και γι΄ αυτό την ανέπαυσε;
Επίσης την Αβιγαία που είπε στον Δαβίδ: Εγώ έφταιξα, κι εκείνος την άκουσε και την αγάπησε;
Η Αβιγαία εκπροσωπεί την ψυχή και ο Δαβίδ την Θεότητα.
Εάν λοιπόν η ψυχή μεμφθεί τον εαυτό της ενώπιον του Κυρίου, ο Κύριος την αγαπά».
113. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
«Μην έχεις περί πολλού τον εαυτό σου, αλλά να προσκολληθείς σε άνθρωπο που η ζωή του είναι σωστή».
114. Αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
«Το υψηλό φρόνημα τι είναι;»
Και ο Γέροντας του είπε:
«Το να υπεραμύνεσαι το δίκιο σου».
121. Αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα:
«Εάν πέσω σε ελεεινό παράπτωμα, με κατάτρωει ο λογισμός μου κατηγορώντας με «πώς έγινε και έπεσες;»
Και ο Γέροντας του λέει:
«Όποια ώρα πέσει ο άνθρωπος σε κάποιο σφάλμα και πει «ήμαρτον», αμέσως παύει ο λογισμός».
125. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
«Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη και τον φόβο του Θεού όλη την ώρα, όπως συμβαίνει με την αναπνοή από τη μύτη του».
127. Είπε επίσης:
«Το να είναι παραδομένος κανείς στον Θεό με απόλυτη εμπιστοσύνη, το να μην έχει περί πολλού τον εαυτό του και το να παραιτείται από το θέλημά του, αυτά είναι εργαλεία της ψυχής».
129. Είπε ο αββάς Ποιμήν ότι ο μακάριος αββάς Αντώνιος έλεγε:
«Η μεγάλη δύναμη του ανθρώπου είναι το να αναλαμβάνει την ευθύνη των σφαλμάτων του ενώπιον του Κυρίου και να αναμένει πειρασμό μέχρι τελευταίας του αναπνοής».
133. Είπε πάλι:
«Να μην κάνεις το θέλημά σου. Ανάγκη είναι να ταπεινώνεις τον εαυτό σου για χάρη του αδελφού σου».
135. Είπε επίσης:
«Αυτό που γνωρίζει ένας άνθρωπος και πού δεν το τήρησε πώς μπορεί να το διδάξει στον άλλον;»
163. Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Σισόη:
«Ποια είναι η οδός που οδηγεί στην ταπείνωση;»
Και του απαντά ο Γέροντας:
«Η οδός που οδηγεί στην ταπεινοφροσύνη είναι: η εγκράτεια, η προσευχή στον Θεό και ο αγώνας να έχει κανείς τον εαυτό του κατώτερο από οποιονδήποτε άνθρωπο».
165. Είπε ο αββάς Σαρματάς:
«Προτιμώ άνθρωπο πού αμάρτησε, εάν κατάλαβε ότι αμάρτησε και μετανοεί, παρά άνθρωπο πού δεν αμάρτησε και έχει τον εαυτό του για ενάρετο».
172. Είπε κάποιος Γέροντας:
«Μη λες μόνο λόγια ταπείνωσης, αλλά να έχεις φρόνημα ταπεινό, γιατί χωρίς ταπεινοφροσύνη είναι αδύνατον να υψωθείς στην κατά Θεόν εργασία».
177. Ρώτησαν κάποιον Γέροντα πώς αποκτά η ψυχή ταπείνωση.
Και απάντησε:
«Όταν νοιάζεται μόνον για τα δικά της σφάλματα».
179. Είπε Γέροντας:
«Η ταπείνωση δεν οργίζεται, ούτε κάνει κάποιον να οργιστεί».
182. Είπε Γέροντας:
«Αυτόν που τον τιμούν ή τον επαινούν περισσότερο απ΄ ότι αξίζει, πολύ ζημιώνεται, ενώ εκείνος που δεν τιμάται καθόλου από τους ανθρώπους, θα δοξασθεί από τον Θεό».
187. Είπε Γέροντας:
«Σε κάθε πειρασμό μην κατηγορείς τους ανθρώπους αλλά μόνο τον εαυτό σου λέγοντας: εξαιτίας των αμαρτιών μου συμβαίνουν αυτά».
193. Είπε Γέροντας:
«Μην πιστέψεις μέσα σου πώς επαγρυπνείς για την σωτηρία σου πιο πολύ απ΄ τον αδελφό σου και πώς είσαι πιο ασκητικός απ΄ αυτόν, αλλά μ΄ ένα πνεύμα πτωχείας εν Χριστώ και με αγάπη ανυπόκριτη, να είσαι υποταγμένος στη χάρη του Χριστού για να μην σε βρει πνεύμα
υπερηφάνειας και χάσεις τον κόπο σου. Γιατί έχει γραφεί: Αυτός που νομίζει ότι στέκεται καλά στα πόδια του, ας προσέξει μην πέσει. Να είναι αρτυμένη η ζωή σου με αλάτι μέσα στο πνεύμα του Κυρίου».
194. Είπε Γέροντας:
«Ουδέποτε ξέφυγα απ΄ τα μέτρα μου για ν΄ ανεβώ ψηλότερα, ούτε πάλι ταράχθηκα, γιατί αναγκάστηκα να ταπεινωθώ.
Η όλη φροντίδα μου είναι να παρακαλώ τον Θεό, ώσπου να με απαλλάξει απ΄ τον παλαιό άνθρωπο».
197. Σε κάποιον απ΄ τους αδελφούς παρουσιάστηκε ο διάβολος μετασχηματισμένος σε άγγελο φωτός και του ΄πε:
«Εγώ είμαι ο Γαβριήλ και στάλθηκα σε σένα».
Κι εκείνος απάντησε:
«Πρόσεξε μήπως στάλθηκες για κάποιον άλλον, γιατί εγώ δεν είμαι άξιος».
Κι εκείνος αμέσως έγινε άφαντος.
198. Έλεγαν οι Γέροντες ότι κι αν ακόμη σου παρουσιαστεί πραγματικός άγγελος, μην το πιστέψεις, αλλά ταπεινώσου λέγοντας:
«Δεν είμαι άξιος να δω άγγελο, μια που ζω μέσα στην αμαρτία».
199. Έλεγαν για κάποιο Γέροντα ότι εκεί που καθόταν στο κελί του κι έκανε τον αγώνα του, έβλεπε φανερά μπροστά του τους δαίμονες και τους εξευτέλιζε.
Βλέποντας ο διάβολος τον εαυτό του να νικιέται απ΄ τον Γέροντα, πήγε και παρουσιάστηκε λέγοντας:
«Εγώ είμαι ο Χριστός».
Μόλις τον είδε ο Γέροντας έκλεισε τα μάτια του. Του λέει τότε ο διάβολος:
«Γιατί κλείνεις τα μάτια σου; Εγώ είμαι, ο Χριστός».
Του αποκρίθηκε ο Γέροντας:
«Εγώ δεν θέλω να δω εδώ τον Χριστό».
Και μόλις τ΄ άκουσε ο διάβολος έγινε άφαντος.
200. Σ΄ άλλο Γέροντα έλεγαν οι δαίμονες:
«Θέλεις να δεις τον Χριστό;»
Κι εκείνος τους είπε:
«Να χαθείτε και σεις και αυτά που λέτε. Εγώ πιστεύω στον Χριστό μου πού είπε: Εάν σας πει κάποιος, να, εδώ ο Χριστός, να, εκεί ο Χριστός, να μην πιστέψετε».
Κι αμέσως εξαφανίστηκαν.
208. Κάποιος αδελφός ρώτησε ένα Γέροντα:
«Ποια είναι η προκοπή του ανθρώπου που τη θέλει κι ο Θεός;»
Κι απάντησε ο Γέροντας:
«Η προκοπή του ανθρώπου είναι η ταπείνωση, γιατί όσο κάποιος κατεβαίνει προς την ταπείνωση, τόσο ανεβαίνει σε προκοπή».
210. Είπε Γέροντας:
«Εάν πεις σε κάποιον, συγχώρησέ με, ταπεινώνοντας τον εαυτό σου, καις τους δαίμονες».
213. Ρωτήθηκε κάποιος Γέροντας τι είναι ταπείνωση.
Κι απάντησε:
«Η ταπείνωση είναι μεγάλο και Θεϊκό έργο, ο δρόμος που οδηγεί στην ταπείνωση είναι οι σωματικοί κόποι και το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του πιο αμαρτωλό απ΄ όλους και κατώτερο όλων».
Και είπε ο Γέροντας:
«Αυτό στην πράξη σημαίνει να μην προσέχει κανείς ξένες αμαρτίες, αλλά πάντοτε τις δικές του και διαρκώς να παρακαλεί τον Θεό».
214. Παρακάλεσε κάποιος αδελφός ένα Γέροντα:
«Πες μου -του είπε- κάτι που να το τηρήσω και να σωθώ μ΄ αυτό».
Και του λέει ο Γέροντας:
«Εάν μπορείς να βαστάξεις όταν σε βρίσουν, αυτό είναι το μεγαλύτερο απ΄ όλες τις αρετές».
215. Είπε Γέροντας:
«Σώζεται εκείνος που μπορεί να σηκώσει εξουθένωση και βρισιές και ζημία».
220. Είπε Γέροντας:
«Μην κατηγορήσεις μέσα σου τον αδελφό σου για οποιοδήποτε πράγμα».
224. Είπε λοιπόν ο Γέροντας:
«Αυτό είναι που θεραπεύει τον άνθρωπο και αυτό θέλει ο Θεός, να αναλάβει δηλαδή ο άνθρωπος την ευθύνη των σφαλμάτων του ενώπιον του Θεού».
236. Κάποιος ρώτησε έναν Γέροντα:
«Τι να κάνω πού η κενοδοξία μου με θλίβει;»
Και του απαντά ο Γέροντας:
«Καλά κάνεις, μια και συ έκανες τον ουρανό και τη γη».
Και απ΄ αυτό κατανύχθηκε ο αδελφός και έβαλε μετάνοια λέγοντας:
«Συγχώρεσέ με, γιατί τίποτε τέτοιο δεν έκανα».
Και του είπε ο Γέροντας:
«Αν αυτός που τα δημιούργησε αυτά, ήρθε μέσα σε ταπεινοφροσύνη, εσύ που είσαι πηλός, γιατί κενοδοξείς; Ποιο είναι, λοιπόν, το έργο σου, δυστυχισμένε;»
254. Είπε κάποιος Γέροντας:
«Αν μπροστά σου κατηγορήσει κάποιος αδελφός έναν άλλο αδελφό, πρόσεξε μην τον ντραπείς και πεις:
«Ναι, έτσι είναι», αλλά ή σιώπα ή πες του: «Εγώ αδελφέ, είμαι καταδικασμένος και δεν μπορώ να κρίνω άλλον».
Και έτσι σώζεις και τον εαυτό σου και εκείνον».